Το Νορβηγικό black metal έχει ένα ένδοξο παρελθόν, ένα σταθερό παρόν και πιθανότατα ένα αντάξιο και υποσχόμενο μέλλον. Ανάμεσα στα παλιά και τα τεκταινόμενα δεδομένα μάλιστα, οι Djevel, με τον Faust που συνδύασε το όνομά του με τους Emperor και Thorns πίσω από τα τύμπανα, γράφουν τη δική τους ιστορία στο underground. Έτσι, τόσο αισθητικά όσο και καλλιτεχνικά, το νέο τους πόνημα, "Tanker Som Rir Natten" με τον βαρύ και ωμό τους χαρακτήρα, στα δάση και τη καταχνιά, δημιουργεί νέες περιπέτειες.
Με τίτλους βαθείς σαν τη νύχτα που σκεπάζει την πλάση υπό το άκουσμα των ήχων τους, κι εκτενείς σαν τη μακρά διάρκεια κάθε έκαστου κομματιού, οι Σκανδιναβοί, πατώντας στα χνάρια και τις παραδόσεις του μαυρομεταλλικού ιδιώματος της περιοχής τους, ανοίγονται εξερευνώντας τον σκοτεινό ορίζοντα. Μάλιστα, ήδη από την αρχή του δίσκου, συναντάμε αρμονικά μπλεξίματα της ωμής και βάναυσης ακρότητας με το απόκοσμο στοιχείο και τις σκαλδικές απαγγελίες, οι οποίες μάλιστα ταιριάζουν γάντι με τις αιθέριες στιγμές του δίσκου και τα ρυθμικά κοψίματα που ξεφεύγουν ελαφρώς από όσα παλιομοδίτικα ξέρουμε. Δίχως τρομερές αλλαγές, το ίδιο συμβαίνει κι όσο εμβαθύνουμε περεταίρω στη νέα δουλειά των Νορβηγών διαβόλων, με το κρύο των riffs να παγώνει κι εμάς προκαλώντας ανατριχίλες, ενώ η δυσαρμονία και η ευθύτητα των καταιγιστικών ρυθμών εξαπολύουν επίθεση σκάβοντας μέσα στο χιόνι για την πολλά υποσχόμενη συνέχεια.
Σε αυτή την αναζήτηση, υπνωτισμένοι από αυτή την ακατέργαστη και συνάμα μαγευτική μονοτονία ,το δεύτερο μισό του άλμπουμ ξεκινά με μακάβριες και απειλητικές ορέξεις όσο οι λεπιδωτές, τραχιές κιθάρες καταφέρνουν να συμβαδίζουν με μερικές υποβόσκουσες μελωδίες από τα πλήκτρα,, δίνοντας την απαιτούμενη αίσθηση μέχρι την κορύφωση και την καθαρτήρια, πονεμένη έκφραση στις χροιές που χάνονται μέσα στο υπόλοιπο χάος. Τα πράγματα ηρεμούν κάπως με το ομότιτλο, θυμίζοντας την πρώτη περίοδο των Ulver με τους ακουστικούς ήχους του, κόντρα στο υπόλοιπο σύνολο που συναντά στο σήμερα το παρελθόν των Emperor, των Immortal και Darkthrone.
Σαν μια ενδιαφέρουσα πλην ιδιαίτερη, μετουσίωση της αγριότητας όσων ήρθαν για να μείνουν και με τα ντραμς να συνεχίζουν ακάθεκτα, αλλά γεμάτο με απαλές στιγμές να χώνονται, μελαγχολικό και βασανισμένο το πέμπτο κεφάλαιο του δίσκου, μετριάζει το ψύχος για λίγο, στα 11 λεπτά του, φτάνοντας ένα βήμα πριν το ζενίθ της κλίμακας. Έτσι μάλιστα, με τη βαριά ψυχολογία μας, να καταφέρνει να ανέβει εν τέλει, το φινάλε δείχνει να μας σπρώχνει ξανά στο βάραθρο ώστε να γυρίσουμε στην αρχή, αφού και ηχητικά τα σκαμπανεβάσματα δημιουργούν μια περίεργη ατμόσφαιρα που από τη μία φλερτάρει με τα τάρταρα κι από την άλλη εκτοξεύεται σε μια δομή που βασίζεται στην ανορθοδοξία και τον παραλογισμό με τρόπο που μουσικά φαίνεται απλός, στην πιο μακρά σύνθεση του άλμπουμ.
Aν και με την πρώτη ματιά τα πράγματα δε φαίνονται τόσο φιλοσοφημένα και βαθιά, με ύφος αναμενόμενο και εστιασμένο στο κλασικό Νορβηγικό black metal, όσο το προσέχουμε, ή μάλλον όσο μας παρασέρνει από μόνο του, ο ήχος δημιουργεί εικόνες και ιστορίες, με πινελιές απόγνωσης και ερεβώδους συναισθηματισμού. Μάλιστα όσο όμοιο και ταυτοχρόνως διαφορετικό με τα υπόλοιπα σχήματα του είδους, οι Djevel καταφέρνουν να κρατούν τα βασικά συστατικά, αναμιγνύοντας τα και με άλλα πράγματα από το γύρω περιβάλλον, φτιάχνοντας κάτι μοναδικό. Τέλος, αν αυτό που κάποιος ακροατής θέλει στη μουσική είναι να του μιλήσει, να τον προβληματίσει και να τον ανανεώσει μέσα από ένα πολυεπίπεδο, σκληρό ταξίδι, δίχως φιοριτούρες και στολίδια, τότε, η εν λόγω κυκλοφορία θα φανεί σαν αποκούμπι με την ακαθόριστη μοναδικότητα του.
(8,5/10)
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου