Δύσκολα θα βρεθεί metal οπαδός, κυρίως στη χώρα μας, που να μην αγαπά το μεγαλείο των Rotting Christ. Φέτος, σε μια δύσκολη περίοδο, θα είμαστε τυχεροί να σπάσουμε λίγο τη ρουτίνα που επέβαλλε ο κορονοϊός, παρακολουθώντας το Urban Festival, και ακόμη μια εμφάνιση των θρυλικών black metallers. Mε αφορμή αυτό, το Metal View κάνει ένα γρήγορο πέρασμα σε...αιρετικούς δίσκους των "δικών" μας βετεράνων που συζητήθηκαν ποικιλοτρόπως από τότε που κυκλοφόρησαν μέχρι σήμερα.
Το λιγότερο αμφιλεγόμενο άλμπουμ στη λίστα, είναι το "A Dead Poem". Σίγουρα στους περισσότερους οπαδούς, και δη τους πιο παραδοσιακούς, το ανανεωμένο line up και το πρωτότυπο...καλλιγραφικό λογότυπο φάνηκαν περίεργα μαζί , ενώ η λιγότερο τραχιά παραγωγή και το "χρυσό" συμβόλαιο με τη Century Media τους ανέβαζε σε πιο mainstream για την εποχή μονοπάτια. Σημαντικές guest προσθήκες στον δίσκο είναι αυτές των Xy από τους Samael στα πλήκτρα, και του Fernando Ribeiro των Moonspell πίσω από το μικρόφωνο στο "Among Two Storms". Παρόλα αυτά, η εξέλιξη του ήχου τους φαίνεται αισθητά, χωρίς να λείπει το ακραίο στοιχείο πίσω από τις μελωδικές και heavy μουσικές του. Άλλωστε η πρωτοπορία που έφεραν στα χωράφια του black metal μόνο ριψοκίνδυνη δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αφού και μέχρι πρότινος ήταν το πιο εμπορικό άλμπουμ της μπάντας.
Δύο χρόνια μετά, εν έτει 1999, θα ακολουθήσει το "Sleep Of The Angels", χαράζοντας σταδιακά μια νέα γραμμή στον ήχο της μπάντας. Ο αποχωρήσας Jim Mutilator γράφει για τελευταία φορά στίχους στους Rotting Christ, όσο η ίδια η μπάντα βρίσκεται σε μια κρίσιμη και υπερπαραγωγική περίοδο υπό τις πιέσεις της δισκογραφικής τους εταιρείας. Η μουσική ρίχνει λίγο τους τόνους στο σύνολο και γίνεται πιο ήπια και ατμοσφαιρική, και παράλληλα αρκετά πειραματική, αφήνοντας κατά μέρος τα πιο ακραία θέματα. Όλα αυτά οδηγούν τη μπάντα να δείξουν έναν άλλο χαρακτήρα, ενώ παρά τον θόρυβο της εποχής και το πρώτο τους μεγάλο τουρ στις ΗΠΑ, ο δίσκος χάθηκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας με μερικές συνθέσεις παρόλα αυτά να θεωρούνται κλασικές.
Το νέο μιλένιουμ έρχεται, και οι Rotting Christ το κάνουν μαύρο και κατραμιασμένο μέσω του "Khronos'' και του σαπισμένου Εσταυρωμένου που δεσπόζει στο εξώφυλλο πλάι στη "νέα τεχνολογία" των barcodes. Με το προηγούμενο τους πόνημα πάτησαν χαλαρά σε gothic μονοπάτια, τα οποία εδώ κατάφεραν να γίνουν πιο έντονα και ερεβώδη, με λίγα στοιχεία του κλασικού στυλ της μπάντας και μπόλικες Industrial πινελιές για πρώτη και τελευταία φορά. Ο Peter Tagtren των Hypocrisy δείχνει ξεκάθαρα τον εαυτό του μέσω της παραγωγής. Βέβαια ακόμα και σήμερα αυτή η πλευρά της μπάντας εκτός από αμφιλεγόμενη είναι και υπερβολικά υποτιμημένη.
Τέλος, πριν μπουν για τα καλά στις μαυρομεταλλικές ρίζες τους, το πρώτο βήμα, με γερές δομές εξέλιξης, έρχεται μέσω του "Genesis", το 2002. Ο Θέμης έπειτα από ένα μικρό διάλειμμα, επιστρέφει πίσω στη θέση των τυμπάνων, ενώ κι ο Andy Classen αναλαμβάνει εκ νέου την παραγωγή, όπως στον τέταρτο και πέμπτο δίσκο των Ελλήνων metallers. Εμφανέστατη επιστροφή υπάρχει και στο κλασικό λογότυπο των Christ, δηλώνοντας σε πρώτη φάση τον σκληρό, άσωτο χαρακτήρα, μέσα από ελληνοπρεπείς και τσιριχτές κιθαριστικές μελωδίες. Η ανα-γέννηση της μπάντας στρώνει τον δρόμο για την μετέπειτα πορεία της, αφού και τα ελληνικά δειλά δειλά εισχωρούν στη μουσική της μπάντας και οι πρώτες παραδοσιακές στιγμές, μέσα από το πρίσμα ενός σύγχρονου και άκρως heavy μοτίβου. Όλα αυτά δύσκολα περνούν απαρατήρητα στους fans, η επιτυχία τους ξανά αυξάνεται ενώ ακολουθεί, λίγο καιρό πριν την κυκλοφορία του επόμενου, "Sanctus Diavolos", το πρώτο επίσημο live album, "In Domine Sathanas". Όλη αυτή η πρωτοπορία κέρδισε νέους οπαδούς, ενώ ακόμα και τότε δεν έλειπε πληθώρα κόσμου που περίμενες διακαώς το extreme feeling στον μέγιστο βαθμό.
Μπορεί μερικά από αυτά τα έργα, για κάποιους να είναι μικρά αριστουργήματα, και για κάποιους άλλους να θεωρούνται ατυχείς στιγμές, αλλά προσωπικά για τον γράφοντα και για κάθε οπαδό που τιμά τη δουλειά και την αναζήτηση των αγαπημένων τους συγκροτημάτων, αποτελούν μερικά βασικά δείγματα για την πορεία που χτίστηκε σαν κάστρο μέχρι σήμερα. Eυτυχώς αρκετά κομμάτια των παραπάνω δίσκων έχουν γίνει αγαπημένα στη μεγαλύτερη μερίδα των φίλων της μπάντας, όπως τα "Among Two Storms", "Sorrowful Farewell", "After Dark I Feel", "Lucifer Over London", "Quintessence" και "Under The Name Of A Legion", τα οποία συχνά πυκνά γίνονται και μέρος του setlist της μπάντας. Το Σάββατο 8 Αυγούστου, θα έχουμε μετά την πανδημία τη χαρά να του ξαναδούμε στο σανίδι, στο Terra Vibe, και ίσως να είμαστε τυχεροί να παθιαστούμε με μερικούς από αυτούς τους κρυμμένους θησαυρούς.
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Το λιγότερο αμφιλεγόμενο άλμπουμ στη λίστα, είναι το "A Dead Poem". Σίγουρα στους περισσότερους οπαδούς, και δη τους πιο παραδοσιακούς, το ανανεωμένο line up και το πρωτότυπο...καλλιγραφικό λογότυπο φάνηκαν περίεργα μαζί , ενώ η λιγότερο τραχιά παραγωγή και το "χρυσό" συμβόλαιο με τη Century Media τους ανέβαζε σε πιο mainstream για την εποχή μονοπάτια. Σημαντικές guest προσθήκες στον δίσκο είναι αυτές των Xy από τους Samael στα πλήκτρα, και του Fernando Ribeiro των Moonspell πίσω από το μικρόφωνο στο "Among Two Storms". Παρόλα αυτά, η εξέλιξη του ήχου τους φαίνεται αισθητά, χωρίς να λείπει το ακραίο στοιχείο πίσω από τις μελωδικές και heavy μουσικές του. Άλλωστε η πρωτοπορία που έφεραν στα χωράφια του black metal μόνο ριψοκίνδυνη δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αφού και μέχρι πρότινος ήταν το πιο εμπορικό άλμπουμ της μπάντας.
Δύο χρόνια μετά, εν έτει 1999, θα ακολουθήσει το "Sleep Of The Angels", χαράζοντας σταδιακά μια νέα γραμμή στον ήχο της μπάντας. Ο αποχωρήσας Jim Mutilator γράφει για τελευταία φορά στίχους στους Rotting Christ, όσο η ίδια η μπάντα βρίσκεται σε μια κρίσιμη και υπερπαραγωγική περίοδο υπό τις πιέσεις της δισκογραφικής τους εταιρείας. Η μουσική ρίχνει λίγο τους τόνους στο σύνολο και γίνεται πιο ήπια και ατμοσφαιρική, και παράλληλα αρκετά πειραματική, αφήνοντας κατά μέρος τα πιο ακραία θέματα. Όλα αυτά οδηγούν τη μπάντα να δείξουν έναν άλλο χαρακτήρα, ενώ παρά τον θόρυβο της εποχής και το πρώτο τους μεγάλο τουρ στις ΗΠΑ, ο δίσκος χάθηκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας με μερικές συνθέσεις παρόλα αυτά να θεωρούνται κλασικές.
Το νέο μιλένιουμ έρχεται, και οι Rotting Christ το κάνουν μαύρο και κατραμιασμένο μέσω του "Khronos'' και του σαπισμένου Εσταυρωμένου που δεσπόζει στο εξώφυλλο πλάι στη "νέα τεχνολογία" των barcodes. Με το προηγούμενο τους πόνημα πάτησαν χαλαρά σε gothic μονοπάτια, τα οποία εδώ κατάφεραν να γίνουν πιο έντονα και ερεβώδη, με λίγα στοιχεία του κλασικού στυλ της μπάντας και μπόλικες Industrial πινελιές για πρώτη και τελευταία φορά. Ο Peter Tagtren των Hypocrisy δείχνει ξεκάθαρα τον εαυτό του μέσω της παραγωγής. Βέβαια ακόμα και σήμερα αυτή η πλευρά της μπάντας εκτός από αμφιλεγόμενη είναι και υπερβολικά υποτιμημένη.
Τέλος, πριν μπουν για τα καλά στις μαυρομεταλλικές ρίζες τους, το πρώτο βήμα, με γερές δομές εξέλιξης, έρχεται μέσω του "Genesis", το 2002. Ο Θέμης έπειτα από ένα μικρό διάλειμμα, επιστρέφει πίσω στη θέση των τυμπάνων, ενώ κι ο Andy Classen αναλαμβάνει εκ νέου την παραγωγή, όπως στον τέταρτο και πέμπτο δίσκο των Ελλήνων metallers. Εμφανέστατη επιστροφή υπάρχει και στο κλασικό λογότυπο των Christ, δηλώνοντας σε πρώτη φάση τον σκληρό, άσωτο χαρακτήρα, μέσα από ελληνοπρεπείς και τσιριχτές κιθαριστικές μελωδίες. Η ανα-γέννηση της μπάντας στρώνει τον δρόμο για την μετέπειτα πορεία της, αφού και τα ελληνικά δειλά δειλά εισχωρούν στη μουσική της μπάντας και οι πρώτες παραδοσιακές στιγμές, μέσα από το πρίσμα ενός σύγχρονου και άκρως heavy μοτίβου. Όλα αυτά δύσκολα περνούν απαρατήρητα στους fans, η επιτυχία τους ξανά αυξάνεται ενώ ακολουθεί, λίγο καιρό πριν την κυκλοφορία του επόμενου, "Sanctus Diavolos", το πρώτο επίσημο live album, "In Domine Sathanas". Όλη αυτή η πρωτοπορία κέρδισε νέους οπαδούς, ενώ ακόμα και τότε δεν έλειπε πληθώρα κόσμου που περίμενες διακαώς το extreme feeling στον μέγιστο βαθμό.
Μπορεί μερικά από αυτά τα έργα, για κάποιους να είναι μικρά αριστουργήματα, και για κάποιους άλλους να θεωρούνται ατυχείς στιγμές, αλλά προσωπικά για τον γράφοντα και για κάθε οπαδό που τιμά τη δουλειά και την αναζήτηση των αγαπημένων τους συγκροτημάτων, αποτελούν μερικά βασικά δείγματα για την πορεία που χτίστηκε σαν κάστρο μέχρι σήμερα. Eυτυχώς αρκετά κομμάτια των παραπάνω δίσκων έχουν γίνει αγαπημένα στη μεγαλύτερη μερίδα των φίλων της μπάντας, όπως τα "Among Two Storms", "Sorrowful Farewell", "After Dark I Feel", "Lucifer Over London", "Quintessence" και "Under The Name Of A Legion", τα οποία συχνά πυκνά γίνονται και μέρος του setlist της μπάντας. Το Σάββατο 8 Αυγούστου, θα έχουμε μετά την πανδημία τη χαρά να του ξαναδούμε στο σανίδι, στο Terra Vibe, και ίσως να είμαστε τυχεροί να παθιαστούμε με μερικούς από αυτούς τους κρυμμένους θησαυρούς.
Γιάννης Χαρτζανιώτης