Πέντε χρόνια από τη δεύτερη τους δουλειά, οι Nocturnal Graves από την Αυστραλία επέστρεψαν με τον νέο τους δίσκο "Titan". Πιστοί στο ύφος τους εδώ και χρόνια, το τρίτο τους άλμπουμ συνεχίζει με ακατάπαυστους ρυθμούς αυτό που ξεκίνησαν πίσω στο 2004.
Το πρώτο βήμα για το νέο πόνημα των Αυστραλών, γίνεται με το "Resistance" που ξεκινάει με μια bestial black εισαγωγή ενώ τα φωνητικά στην πορεία θα θυμίσουν το παλιομοδίτικο και ακραίο ύφος των Destroyer 666 και των Nifelheim, ενώ σαν φυσική συνέχεια σε αυτό το black/thrash μακελειό έρχεται το "Roar Of The Wild" με τις εξωφρενικές του ταχύτητες και την κολασμένη του διάθεση.
Χωρίς να απομακρύνεται από την ατμόσφαιρα των δύο προηγούμενων κομματιών, το "Ecdysis, Shedding Weak Flesh", γίνεται πιο σκοτεινό με το βαρύ του riffing, τα mid-tempos και τα ακουστικά του στοιχεία ενώ δεν είναι λίγα τα σημεία με τις πιο κλασικές επιρροές κυρίως στο solo.
Aπό την αντίπερα όχθη, τα "Souls Tribulation", "And Hell Followed Them" και "Bow Before None", αποκτούν μια άμεση επαφή με τον ίδιο τον Διάολο και η ωμή τους επιθετικότητα μαζί με το νευρό που βγάζουν μέσω του late 80s-90s ύφος, θυμίζουν τους πρώιμους Marduk, και Behexen καθώς και λίγο το αμερικάνικο extreme ύφος των Blasphemy.
Το "Silence The Martyrs" που δίνει το έναυσμα με ένα φρενώδες solo, φέρνει στο μυαλό λίγο το ντεμπούτο των Nocturnal Graves, "Satan's Cross", ενώ τέλος, το ομώνυμο "Titan" αφήνει κατα μέρος το πολύ μαυρομεταλλικό στοιχείο και κλίνει με τις ταχύτητες και τους ρυθμούς του σε πιο death μονοπάτια.
Η ικανότητα τους να φέρνουν το έρεβος και το πυρ το εξώτερον πάνω στη Γη, είναι ένα μεγάλο συν όχι μόνο για το τρίτο τους άλμπουμ, αλλά γενικότερα για τη μουσική των εν λόγω Αυστραλών. Παρόλα αυτά, η μουσική τους αν και είναι αρκετά στάσιμη, χωρίς να δίνει κάτι νέο μέσα από το old school στυλ τους, δεν αντιγράφει τις μπάντες του παρελθόντος, και ο μουσικός ιστορικός του μέλλοντος θα κρίνει για την αξία αυτού του underground έργου.
(8/10)
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Το πρώτο βήμα για το νέο πόνημα των Αυστραλών, γίνεται με το "Resistance" που ξεκινάει με μια bestial black εισαγωγή ενώ τα φωνητικά στην πορεία θα θυμίσουν το παλιομοδίτικο και ακραίο ύφος των Destroyer 666 και των Nifelheim, ενώ σαν φυσική συνέχεια σε αυτό το black/thrash μακελειό έρχεται το "Roar Of The Wild" με τις εξωφρενικές του ταχύτητες και την κολασμένη του διάθεση.
Χωρίς να απομακρύνεται από την ατμόσφαιρα των δύο προηγούμενων κομματιών, το "Ecdysis, Shedding Weak Flesh", γίνεται πιο σκοτεινό με το βαρύ του riffing, τα mid-tempos και τα ακουστικά του στοιχεία ενώ δεν είναι λίγα τα σημεία με τις πιο κλασικές επιρροές κυρίως στο solo.
Aπό την αντίπερα όχθη, τα "Souls Tribulation", "And Hell Followed Them" και "Bow Before None", αποκτούν μια άμεση επαφή με τον ίδιο τον Διάολο και η ωμή τους επιθετικότητα μαζί με το νευρό που βγάζουν μέσω του late 80s-90s ύφος, θυμίζουν τους πρώιμους Marduk, και Behexen καθώς και λίγο το αμερικάνικο extreme ύφος των Blasphemy.
Το "Silence The Martyrs" που δίνει το έναυσμα με ένα φρενώδες solo, φέρνει στο μυαλό λίγο το ντεμπούτο των Nocturnal Graves, "Satan's Cross", ενώ τέλος, το ομώνυμο "Titan" αφήνει κατα μέρος το πολύ μαυρομεταλλικό στοιχείο και κλίνει με τις ταχύτητες και τους ρυθμούς του σε πιο death μονοπάτια.
Η ικανότητα τους να φέρνουν το έρεβος και το πυρ το εξώτερον πάνω στη Γη, είναι ένα μεγάλο συν όχι μόνο για το τρίτο τους άλμπουμ, αλλά γενικότερα για τη μουσική των εν λόγω Αυστραλών. Παρόλα αυτά, η μουσική τους αν και είναι αρκετά στάσιμη, χωρίς να δίνει κάτι νέο μέσα από το old school στυλ τους, δεν αντιγράφει τις μπάντες του παρελθόντος, και ο μουσικός ιστορικός του μέλλοντος θα κρίνει για την αξία αυτού του underground έργου.
(8/10)
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου