Έχοντας περάσει σε ένα νέο έτος πλέον , έχουμε κατά κάποιο τρόπο αφήσει στο παρελθόν μας τους δίσκους που μας "άγγιξαν" μέσα στο 2018. Στη λίστα αυτή δεν ήταν σίγουρα το "The Luciferian Crown" που κυκλοφόρησε στις 14 Σεπτεμβρίου από την Debemur Morti Productions και δεν είναι αρνητικό το συγκεκριμένο σχόλιο. Μπορεί να μην μας συγκίνησε με την κλασσική έννοια , αλλά κατάφερε σίγουρα να μας λούσει με καυτό τελετουργικό αίμα. Οι δίδυμοι γόνοι του ίδιου του Σατανά από την παγωμένη Φινλανδία ,μετά από το απρόσμενο διάλειμμα τους το 1993,με την δυναμικότατη επιστροφή τους στον χώρο του κτηνώδους black/death metal, το βλάσφημο full-length ντεμπούτο τους "Whore of Bethlehem"(2006), το ερεβώδες "The Light-Devouring Darkness" (2009) και το κατά-πολύ-βελτιωμένο-σε- όλα "The Apocalyptic Triumphator" (2015) , μας ξαναστέλνουν στη Κόλαση με το "The Luciferian Crown".
Μετά από μια ominous εισαγωγή, ξεκινά το ακουστικό αιματοκύλισμα. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του "Jesus Christ Father of Lies", κατανοούμε ότι πρόκειται για έναν ηχητικά καθαρότερο δίσκο σε σχέση με τους προηγούμενος. Κάθε δίσκος τους ακούγεται γενικά καλύτερος από τον προηγούμενο. Το κομμάτι δεν έχει τίποτα να ζηλέψει μουσικά από την κλασσική riff-ολογική συνταγή του Ritual Butcherer, ίσα ίσα που έχει δομή και μια μελωδικότητα μέσα στο απόλυτο χάος. Τα επόμενα κομμάτια κινούνται στο ίδιο αμείλικτα brutal ύφος με τις ταχύτητες τα άκρα, ο Lord Angelslayer με την δαιμονική φωνή του σαν δήμιος να εκτελεί χωρίς έλεος και o νέος τους drummer, Goat Aggressor να μας γυρίζει σε παλιές καλές first wave εποχές. Πράγμα που μας φέρνει σε κομμάτια όπως το "Darkness has Returned", που με μια ελαφρώς punk επιρροή στον ρυθμό, θα μπορούσε άνετα να είχε γραφτεί στα late 1980s.
To δεύτερο μισό του "Luciferian Crown" επιδεικνύει ποικιλομορφία και καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό να σπάσει την οποιαδήποτε μονοτονία. Φαίνεται πως η ενσωμάτωση περισσοτέρων samples, background ήχων που στοιχειώνουν, των πλήκτρων του Diabolus Sylvarum δεν αποτυγχάνουν στο να εμπλουτίσουν την γενικη σύνθεση και ροή του δίσκου, όπως και να θυμίσουν και λίγο τα πιο ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ελληνική Black Metal σκηνής των early '90s με κομμάτια όπως το "Star of Darkness and Abyss". Στη συνέχεια, οι ταχύτητες πέφτουν απειλητικά με την καλή έννοια, καταλήγοντας σε κομμάτια σαν τον επίλογο του δίσκου "Ι am Lucifer's Temple"και ένα σόλο στο μπάσο που σαν μια ευχάριστη τελευταία πινελιά μας αφήνει ακόμη λιγάκι "πεινασμένους" μετά από τα μόλις 35 λεπτά του δίσκου.
Το τελευταίο πόνημα των Archgoat, μας αποδεικνύει για ακόμη μια φορά για το πόσο σταθεροί είναι σε θέμα ποιότητας. Δεν περιμένει κανείς κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο από έναν πολύ καλό δίσκο,με αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε αλλαγές και μικροβελτιώσεις τους να είναι πιο ευπρόσδεκτες στο αυτί του ακροατή. Αν και λίγο παραδοξο, είναι από τίς λίγες μπάντες σε αυτόν τον χώρο που καταφέρνουν να είναι απόλυτα πειστικοί ως προς την -ίσως ξεπερασμένη για την εποχή μας- αισθητική και θεματολογία τους και να αποπνέουν σεβασμό και σοβαρότητα. Παρόλαυτα, έχει παγώσει ο χρόνος για εκείνους και μαζί με την μουσική τους, αυτοί που δεν έζησαν εκείνη την εποχή,μπορούν να αγγίξουν έστω και λίγο την επιφάνεια αυτής της ωμής και ανίερης γνησιότητας.
(8/10)
Δάφνη Φακιολά
Μετά από μια ominous εισαγωγή, ξεκινά το ακουστικό αιματοκύλισμα. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του "Jesus Christ Father of Lies", κατανοούμε ότι πρόκειται για έναν ηχητικά καθαρότερο δίσκο σε σχέση με τους προηγούμενος. Κάθε δίσκος τους ακούγεται γενικά καλύτερος από τον προηγούμενο. Το κομμάτι δεν έχει τίποτα να ζηλέψει μουσικά από την κλασσική riff-ολογική συνταγή του Ritual Butcherer, ίσα ίσα που έχει δομή και μια μελωδικότητα μέσα στο απόλυτο χάος. Τα επόμενα κομμάτια κινούνται στο ίδιο αμείλικτα brutal ύφος με τις ταχύτητες τα άκρα, ο Lord Angelslayer με την δαιμονική φωνή του σαν δήμιος να εκτελεί χωρίς έλεος και o νέος τους drummer, Goat Aggressor να μας γυρίζει σε παλιές καλές first wave εποχές. Πράγμα που μας φέρνει σε κομμάτια όπως το "Darkness has Returned", που με μια ελαφρώς punk επιρροή στον ρυθμό, θα μπορούσε άνετα να είχε γραφτεί στα late 1980s.
To δεύτερο μισό του "Luciferian Crown" επιδεικνύει ποικιλομορφία και καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό να σπάσει την οποιαδήποτε μονοτονία. Φαίνεται πως η ενσωμάτωση περισσοτέρων samples, background ήχων που στοιχειώνουν, των πλήκτρων του Diabolus Sylvarum δεν αποτυγχάνουν στο να εμπλουτίσουν την γενικη σύνθεση και ροή του δίσκου, όπως και να θυμίσουν και λίγο τα πιο ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ελληνική Black Metal σκηνής των early '90s με κομμάτια όπως το "Star of Darkness and Abyss". Στη συνέχεια, οι ταχύτητες πέφτουν απειλητικά με την καλή έννοια, καταλήγοντας σε κομμάτια σαν τον επίλογο του δίσκου "Ι am Lucifer's Temple"και ένα σόλο στο μπάσο που σαν μια ευχάριστη τελευταία πινελιά μας αφήνει ακόμη λιγάκι "πεινασμένους" μετά από τα μόλις 35 λεπτά του δίσκου.
Το τελευταίο πόνημα των Archgoat, μας αποδεικνύει για ακόμη μια φορά για το πόσο σταθεροί είναι σε θέμα ποιότητας. Δεν περιμένει κανείς κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο από έναν πολύ καλό δίσκο,με αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε αλλαγές και μικροβελτιώσεις τους να είναι πιο ευπρόσδεκτες στο αυτί του ακροατή. Αν και λίγο παραδοξο, είναι από τίς λίγες μπάντες σε αυτόν τον χώρο που καταφέρνουν να είναι απόλυτα πειστικοί ως προς την -ίσως ξεπερασμένη για την εποχή μας- αισθητική και θεματολογία τους και να αποπνέουν σεβασμό και σοβαρότητα. Παρόλαυτα, έχει παγώσει ο χρόνος για εκείνους και μαζί με την μουσική τους, αυτοί που δεν έζησαν εκείνη την εποχή,μπορούν να αγγίξουν έστω και λίγο την επιφάνεια αυτής της ωμής και ανίερης γνησιότητας.
(8/10)
Δάφνη Φακιολά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου