Ο συνδυασμός ακραίων metal χαρακτηριστικών με συμφωνικούς ήχους, είναι κάτι σύνηθες εδώ και πολλά χρόνια. Φέτος όμως, μια έκρηξη συνεργασιών έχει κάνει την εμφάνιση της, με πάρα πολλές μπάντες να κυκλοφορούν δουλειές με μια νέα συνεργασία. Σε αυτό τον δρόμο βρίσκονται και οι Persefone από την Ανδόρα, που έπαιξε με την τοπική ορχήστρα και υπό την Αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού της χώρας. Το prog/death metal συγκρότημα, έδωσε στη δημοσιότητα το live αυτό, που για τους ίδιους αποτελεί ίσως μια ιστορική στιγμή, και για το Live In Andorra, ο Carlos, κιθαρίστας και ιδρυτής, μιλάει στο Metal View.
-Αρχικά, πόσο καιρό είχατε στο νου σας, μια συνεργασία με συμφωνική ορχήστρα;
Νομίζω ότι αυτού του είδους η συνεργασία με μια μπάντα και μια ορχήστρα είναι πάντα κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού σου, αλλά ποτέ δεν ξέρεις αν θα μπορέσεις πραγματικά να τη φέρεις εις πέρας, γιατί δεν εξαρτάται πάντα από εσένα. Χρειάζεσαι μια ορχήστρα, και αυτό είναι ένα αρκετά ακριβό εγχείρημα. Και πραγματικά δεν το είχαμε ως συγκεκριμένη ιδέα, δεν ήταν σαν μια λίστα με πράγματα που έπρεπε να κάνουμε, ούτε προτεραιότητα. Όταν συνέβη αυτό, ήμασταν στη μέση της περιοδείας του Lingua Ignota Part One και ήμασταν πάρα πολύ απασχολημένοι. Κάναμε αυτή τη συναυλία περίπου μία εβδομάδα πριν φύγουμε για την Ασία, οπότε όλα έπρεπε να κουμπώσουν τέλεια. Το θέμα είναι ότι είχαμε μια συνάντηση με τον Υπουργό Πολιτισμού της κυβέρνησης της Ανδόρας για να συζητήσουμε γενικά πολιτιστικά θέματα στη χώρα, να δώσουμε συμβουλές και να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε. Στη συνάντηση ήταν και κάποια μέλη της εθνικής ορχήστρας. Ένας από αυτούς είπε, κάπως άσχετα: «Τι θα λέγατε να κάνουμε αυτή τη συναυλία με ορχήστρα, στην εθνική αίθουσα και όλα αυτά;» Και εμείς αμέσως είπαμε «ναι, σίγουρα», γιατί όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο απλώς το κάνεις. Αλλά δεν περιμέναμε ότι πραγματικά θα γινόταν. Και τελικά ήταν υπέροχο, πραγματικά.
-Οπότε, ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση όταν ανέβηκες στη σκηνή και είχες πίσω σου μια ορχήστρα και μπροστά σου τόσο κόσμο που περίμενε όλο αυτό;
Αυτή η συναυλία ήταν σίγουρα μία από τις πιο συναισθηματικές που έχουμε κάνει ποτέ. Για μένα ήταν κάτι πολύ δυνατό. Για να είμαι ειλικρινής, η πιο έντονη συναισθηματική στιγμή ήταν όταν πήγαμε στην εθνική αίθουσα και η ορχήστρα έκανε πρόβες τα ορχηστρικά μέρη χωρίς τη μπάντα. Να ακούς μουσική που έγραψες στο σπίτι με έναν φίλο, όταν ήσουν 20 χρονών, και μετά να τη βλέπεις να παίζεται τέλεια, απομονωμένη, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Στη συναυλία είχα ακουστικά με in-ear, γιατί όλα ηχογραφούνταν ζωντανά και δεν ήθελα να μπερδευτώ με τίποτα· η μουσική είναι από μόνη της αρκετά πολύπλοκη. Ήθελα απλώς να συγκεντρωθώ στην απόδοσή μου. Έτσι, μπόρεσα να την ακούσω πραγματικά αργότερα, όταν είδα τις ηχογραφήσεις. Αλλά εκείνη τη στιγμή, το να ανεβαίνεις στη σκηνή και να βλέπεις όλους αυτούς τους μουσικούς μπροστά σου, είναι κάτι άλλο. Είναι η πρώτη φορά που κάνεις κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν περιμένεις, όταν ξεκινάς μια μικρή μπάντα, ότι θα κάνεις κάτι τέτοιο. Οπότε ναι, ήταν πολύ έντονο.
-Ναι, πραγματικά υπέροχο. Στο παρελθόν είχατε σκεφτεί να βάλετε ορχήστρα ή συμφωνικά μέρη σε δίσκο σας;
Στο στούντιο, ναι, σίγουρα. Το προσπαθήσαμε, μάλιστα, στο Asthma. Ξέραμε ότι είχαμε ορχηστρικά μέρη και με τον Mo, που είναι keyboard player, θέλαμε πραγματικά να πάμε την ποιότητα πιο πέρα από ό,τι είχαμε κάνει σε άλλες παραγωγές. Είχαμε μιλήσει με τους ίδιους ανθρώπους, γύρω στο 2016, περίπου δέκα χρόνια πριν. Ήταν η πρώτη φορά που το συζητήσαμε. Αλλά τα logistics δεν ήταν εύκολα, γιατί στο τέλος της ημέρας η Ανδόρα είναι πολύ μικρή χώρα και αυτοί είναι η εθνική ορχήστρα. Ακόμα κι αν ήθελαν να δουλέψουν μαζί σου, είναι πολύ ακριβό, γιατί είναι κορυφαίοι μουσικοί. Δεν ζουν καν στη χώρα· ζουν στο Λονδίνο ή αλλού, γιατί δουλεύουν παντού. Έτσι δεν έγινε τότε. Αλλά σίγουρα, επειδή τα soundtracks είναι κάτι που αγαπάμε πολύ ως μουσικοί, ειδικά ο Mo κι εγώ, είχαμε πάντα αυτή την ιδέα: να δουλέψουμε με μια πραγματική ορχήστρα σε κάποια παραγωγή. Δεν έγινε στο παρελθόν, αλλά τώρα, στο ζωντανό περιβάλλον, καταφέραμε να το κάνουμε. Και αυτό είναι υπέροχο.
-Λοιπόν, πιστεύεις ότι τα συμφωνικά μέρη που μπήκαν τώρα στη μουσική σας με αυτό το έργο, έδωσαν στον ήχο και στα τραγούδια σας μια διαφορετική ενέργεια;
Νομίζω πως ναι, γιατί οι άνθρωποι της ορχήστρας δεν έπαιξαν απλώς τα μέρη που είχαμε γράψει. Πρόσθεσαν καινούρια πράγματα, νέες ιδέες και νέες ενορχηστρώσεις, και αυτό ήταν πολύ ενδιαφέρον. Γι’ αυτό και δεν ήθελα να τα ακούσω ενδιάμεσα, γιατί ήθελα να εκπλαγώ. Σίγουρα ήταν πολύ ενδιαφέρον, γιατί ο μαέστρος, ο Albert, μας είπε: «Μπορώ να κάνω ό,τι θέλω;» και εμείς απαντήσαμε «εντάξει, ας δοκιμάσουμε ό,τι θέλεις και το συζητάμε μετά, πριν το ηχογραφήσουμε». Είχε μια εντελώς διαφορετική οπτική για τα μέρη που είχαμε γράψει, κάτι που είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί είναι ένας άλλος μουσικός που βλέπει τη μουσική σου με άλλο μάτι. Οπότε σίγουρα πρόσθεσε μια διαφορετική διάσταση. Έχουμε ορχηστρικά στοιχεία στη μουσική μας έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν είμαστε, ας πούμε, σαν τους Rhapsody, με αυτόν τον έντονα συμφωνικό χαρακτήρα. Είναι απλώς ένα από τα κομμάτια της μουσικής μας. Δεν ήταν κάτι δραματικά διαφορετικό, αλλά ήταν υπέροχο να το ζήσουμε και να το βιώσουμε. Και ήταν πολύ ευπρόσδεκτο να έχει η ορχήστρα αυτόν τον επιπλέον πρωταγωνιστικό ρόλο, έστω και για μία φορά.
-Πώς αποφασίσατε να επιλέξετε για αυτό το live album τραγούδια από τα τέσσερα τελευταία άλμπουμ σας; Πιστεύατε ότι εκπροσωπούν τέλεια το πρόσωπο της μπάντας σήμερα ή ότι ο ήχος αυτών των άλμπουμ θα λειτουργούσε καλύτερα με ορχήστρα;
Το θέμα είναι ότι είμαστε αρκετά μεγάλοι πια, όπως βλέπεις και από τα γκρίζα μαλλιά μου, και έχουμε πολλά άλμπουμ. Υπάρχουν πάρα πολλά τραγούδια. Καθίσαμε κάτω και ξέραμε κάποια σίγουρα, όπως για παράδειγμα το “Leap of Faith”. Είναι ένα τραγούδι που είναι πολύ ορχηστρικό και instrumental και δεν το είχαμε παίξει ποτέ ζωντανά, γιατί απλώς δεν λειτουργούσε. Θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε πολλά samples και δεν ακουγόταν καλά. Οπότε αυτό ήταν ξεκάθαρο: έπρεπε να το κάνουμε, γιατί ήθελα επιτέλους να το νιώσω όπως πρέπει, και όχι ως outro ή κάτι τέτοιο. Το ίδιο και το outro από το Speed of Migration, με το πιάνο και όλη αυτή την κινηματογραφική αίσθηση. Κάποια κομμάτια ήταν αυτονόητα, έπρεπε οπωσδήποτε να τα κάνουμε. Ξεκινάς από τα πιο ορχηστρικά, τα instrumentals, γιατί ξέραμε ότι εκεί η ορχήστρα θα λάμψει. Μετά περνάς στα τραγούδια. Υπάρχουν κομμάτια που απλώς δεν γίνεται να μην τα παίξεις: πρέπει να παίξεις το “Minus Universe”, το “Living With You”, το “One Word”, όλα αυτά που έχουν και video clips και ο κόσμος θέλει να τα ακούσει. Και μετά αρχίζεις να πειραματίζεσαι λίγο: «τι θα γινόταν αν παίζαμε αυτό ή εκείνο;» Υπήρχαν δύο τραγούδια που θέλαμε να δοκιμάσουμε, αλλά ήταν πολύ περίπλοκα και δεν τα είχαμε παίξει ποτέ ζωντανά. Οπότε σκεφτήκαμε ότι ίσως δεν ήταν καλή ιδέα να τα παίξουμε πρώτη φορά και να τα ηχογραφήσουμε κιόλας. Έτσι, η διαδικασία ήταν αρκετά φυσική και οργανική, αλλά σίγουρα νιώθαμε το βάρος των αποφάσεων, γιατί ξέραμε ότι αυτό θα μείνει για πάντα.
-Αυτό το άλμπουμ γιορτάζει και τα 20 χρόνια των Persefone. Πιστεύεις ότι αυτό το πρότζεκτ ήταν ένα ορόσημο της μπάντας;
Χμ, σίγουρα ναι. Γιατί τίποτα δεν κρατάει για πάντα, και έχουμε ήδη διανύσει πολύ δρόμο. Θέλουμε ακόμα να συνεχίσουμε. Όλοι λένε ότι καταλαβαίνεις πόσο πολύ θα σου λείψει κάτι μόνο όταν το χάσεις. Αυτή η στιγμή με την ορχήστρα, εκείνη την περίοδο, ήταν κάποιες φορές ακόμα και πρόβλημα, γιατί έπεσε στη μέση του προγράμματός μας και ήταν πολλή δουλειά. Υπήρχαν στιγμές που σκεφτόμασταν «ίσως δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα». Αλλά μια μέρα όλο αυτό θα έχει τελειώσει και, κοιτάζοντας πίσω, ξέρω σίγουρα ότι αυτές οι αναμνήσεις και αυτό το συγκεκριμένο αποτέλεσμα θα είναι ένα ορόσημο στην καριέρα μας. Τώρα είναι δύσκολο να το δεις έτσι, γιατί είμαστε άνθρωποι και πάντα θέλουμε να πάμε στο επόμενο βήμα. Αλλά γι’ αυτό ξοδέψαμε όλα τα χρήματα που είχαμε στο DVD. Είπαμε «ας το κάνουμε, γιατί αυτή η στιγμή θα μείνει». Είναι κάτι που θέλω να δείξω στην οικογένειά μου όταν θα είμαι 80 χρονών και να θυμάμαι ότι αυτό συνέβη. Οπότε ναι, πιστεύω ότι θα είναι ορόσημο. Δεν το νιώθω έτσι τώρα, αλλά στο μέλλον σίγουρα.
-Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πολλές μπάντες να παίζουν με ορχήστρες. Εκτός από τους Septic Flesh ή τους Dimmu Borgir που έχουν ήδη έντονα ορχηστρικό ύφος, είδαμε τους Moonspell, τους Alkaloid από τη Γερμανία που έπαιξαν Bach με πιο metal προσέγγιση. Πιστεύεις ότι αυτού του είδους οι συνεργασίες είναι σήμερα πιο εύκολες σε σχέση με πριν από 20 ή 15 χρόνια;
Μάλλον ναι. Πριν από 30 χρόνια υπήρχαν λίγες μεγάλες μπάντες που το έκαναν, μετά ήρθαν συγκροτήματα όπως οι Dream Theater. Σήμερα φαίνεται πως υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες για να δοκιμάσει κανείς τέτοιες ιδέες, και αυτό είναι όμορφο. Επίσης, αυτό το είδος μουσικής ταιριάζει τέλεια με την ορχήστρα, γιατί είναι γραμμένο σχεδόν σαν ορχήστρα από μόνο του. Δεν είναι όπως άλλα στυλ μουσικής, είναι διαφορετική προσέγγιση. Γι’ αυτό και δένει τόσο καλά. Και νομίζω ότι στο πίσω μέρος του μυαλού κάθε μουσικού υπάρχει αυτή η ιδέα: «ίσως στο μέλλον να ενώσω τον κλασικό κόσμο με το πιο ακραίο πράγμα που κάνουμε». Γιατί πραγματικά πιστεύεις ότι ταιριάζουν τέλεια μεταξύ τους — είναι μελωδία πάνω στη μελωδία, ακόμα κι αν η παραγωγή είναι διαφορετική. Ναι, είναι πιο εύκολο σήμερα, αν και αφού το κάναμε, δεν θα έλεγα ότι είναι εύκολο. Απλώς υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες. Και νομίζω ότι αυτή η συνεργασία δεν παλιώνει ποτέ· είναι πάντα κάτι ξεχωριστό να το βλέπεις.
-Στο παρελθόν είχαμε μπάντες που έπαιξαν με ορχήστρες ή συνεργάστηκαν σε στούντιο άλμπουμ, αλλά τώρα μοιάζει κάτι διαφορετικό. Σαν κάτι πιο «meta». Δεν είναι απλώς ορχήστρα και metal, είναι κάτι σαν ορχηστρικό metal ή metal ορχήστρα...
Όπως είπες, παλιότερα υπήρχαν μπάντες που είχαν τα rock τραγούδια τους και μετά, για μία φορά, τα ένωναν με την ορχήστρα, όπως οι Metallica. Δεν ήταν φτιαγμένο εξαρχής έτσι. Τώρα όμως έχουμε μπάντες που το έχουν ήδη ενσωματωμένο. Όπως εμείς: είχαμε ήδη τα έγχορδα στη μουσική μας και απλώς είπαμε «εντάξει, ας το κάνουμε κανονικά». Το metal ως είδος φέρνει τα πάντα μαζί. Μπορείς να βάλεις σχεδόν οτιδήποτε και το metal κοινό είναι ανοιχτό να το δοκιμάσει: funk πάνω σε progressive, ό,τι να ’ναι — γιατί όχι; Και σε αυτή την προσπάθεια να κάνεις τα πράγματα πιο μεγάλα και πιο επικά, εμείς προσπαθήσαμε να αφηγηθούμε μια ιστορία, ένα ταξίδι. Είμαστε πολύ επηρεασμένοι από τα soundtracks, οπότε ήταν μια φυσική κίνηση. Και όταν έχεις ήδη αυτό το στοιχείο στη μουσική σου, είναι πιο εύκολο να συνεργαστείς με μια ορχήστρα, γιατί ταιριάζει απόλυτα από την αρχή. Μετά μπορούν και να ξεφύγουν λίγο. Και ναι, όπως είπες για τους Septic Flesh, είναι σαν ταινία.
-Πιστεύεις λοιπόν ότι αυτού του είδους τα πρότζεκτ και οι συνεργασίες γίνονται πιο αποδεκτές από ανθρώπους που δεν έχουν καμία επαφή με τη metal μουσική; Ή, από την άλλη, ότι τέτοιες συνεργασίες μπορούν να φέρουν περισσότερο κόσμο πιο κοντά στο metal γενικά;
Τα τελευταία χρόνια… όταν ήμουν νέος και ξεκινήσαμε με όλο αυτό το extreme metal, ήταν όντως ακραίο. Η μητέρα μου φοβόταν, ξέρεις, δεν ήθελες να πλησιάσει κανείς. Ήθελες απλώς να πας κάπου αλλού, για κάποιο λόγο, σαν αντίδραση. Σήμερα όμως νομίζω ότι όλοι έχουν ακούσει κάποια στιγμή screaming, οπότε είναι κάπως πιο συνηθισμένοι. Δεν είναι πια τόσο περίπλοκο. Δεν είναι μόνο θέμα της ακραίας παραγωγής· έχει να κάνει και με τον όγκο της μουσικής, με το πόσο «βαριά» και σύνθετη είναι καμιά φορά η metal. Αυτό κάνει δύσκολο για πολλούς ανθρώπους, ακόμα κι αν θέλουν να ακούσουν κάποιον να ουρλιάζει, να συνδεθούν πραγματικά με τη μουσική, γιατί πρέπει να αφιερώσεις χρόνο. Είναι σαν να ακούς blues και μετά να περνάς στη jazz — χρειάζεται χρόνος για να το συνηθίσεις και να πεις «τελικά, μου αρέσει». Στην αρχή είναι σαν σοκ. Αλλά αυτό έρχεται με τον καιρό. Όσο για το αν ο κόσμος προσεγγίζει τη μπάντα λόγω του ορχηστρικού στοιχείου, ίσως ναι, αλλά κυρίως από περιέργεια. Είναι όπως στα social media: κάποιος θα το δει για δέκα δευτερόλεπτα και θα πει «κοίτα αυτό, ο ένας ουρλιάζει και ο άλλος παίζει κοντραμπάσο, ωραίο», και μετά προχωράει. Δεν μπαίνουν όμως βαθιά στη μουσική. Πιστεύω ότι πολλοί το βλέπουν απλώς για το οπτικό και το αισθητικό κομμάτι. Ζούμε σε έναν κόσμο εικόνας. Αλλά ίσως κάποιοι, όπως για παράδειγμα κλασικοί μουσικοί, να θελήσουν να το ψάξουν περισσότερο. Οι ίδιοι οι μουσικοί της ορχήστρας, μετά τη συναυλία, μας είπαν ότι δεν είχαν ξανακούσει ποτέ αυτή τη μουσική, αλλά τους άρεσε πάρα πολύ και ότι θα το παρακολουθήσουν. Οπότε ναι, χρειάζεται χρόνος και δουλειά για να το καταλάβεις. Νομίζω αυτή είναι η απάντηση.
-Τέλεια. Λοιπόν, 20 χρόνια μετά, ως μουσικός και οι Persefone ως μπάντα που εξακολουθεί να υπάρχει, πιστεύεις ότι η metal σκηνή στην Ανδόρα έχει μεγαλώσει ή παραμένει ακόμα underground;
Ναι, σίγουρα. Η Ανδόρα είναι πάρα πολύ μικρή χώρα και σίγουρα μας γνωρίζουν. Ο κόσμος ξέρει τη μπάντα, αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι του αρέσει η μουσική μας. Υπάρχουν δύο ή τρεις ακόμα metal μπάντες εδώ, αλλά γενικά πρέπει να φύγεις από τη χώρα. Δεν υπάρχει πραγματικά σκηνή, γιατί ούτε εμείς παίζουμε συχνά εδώ. Όμως όλοι ξέρουν τι κάνουμε, γιατί εμφανιζόμαστε καμιά φορά στις εφημερίδες, στην τηλεόραση, μιλάμε με την κυβέρνηση για να βοηθήσουμε σε πολιτιστικά θέματα, και γνωριζόμαστε με όλους τους μουσικούς. Είμαστε το πιο διεθνές συγκρότημα της χώρας και ο κόσμος το ξέρει αυτό. Είναι πολύ περήφανοι και πολύ υποστηρικτικοί, αλλά δεν τους αρέσει απαραίτητα η μουσική. Είναι σαν να περπατάς στον δρόμο και να σου λέει κάποιος «καλή τύχη στην περιοδεία», ίσως ένας ηλικιωμένος που δεν θα ακούσει ποτέ τη μουσική σου, αλλά χαίρεται που εκπροσωπείς τη χώρα. Νιώθουμε ότι εκπροσωπούμε έναν τόπο και προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό. Αλλά όχι, σκηνή δεν υπάρχει ακόμα εδώ. Ίσως στο μέλλον.
-Λοιπόν, τώρα κυκλοφορείτε το νέο σας live album. Ποια είναι τα επόμενα σχέδια των Persefone; Και πότε θα κυκλοφορήσει το Lingua Ignota Part 2;
Καλή ερώτηση. Σίγουρα βρισκόμασταν στη μέση της δημιουργίας νέας μουσικής όταν συνέβη όλο αυτό, οπότε έπρεπε να το σταματήσουμε και όλα έγιναν λίγο χαοτικά. Τώρα έχουμε κάποια live, γιατί προέκυψε μια πολύ καλή ευκαιρία και είπαμε ναι· θα ανακοινωθεί μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Επίσης, δεν ζούμε από τη μπάντα — έχουμε καθημερινές δουλειές, οικογένειες — και όταν πρέπει να πας περιοδεία, όλα αυτά μαζεύονται και γίνονται πολλά. Το Lingua Ignota Part 2 δεν έρχεται ακόμα. Δεν θα είναι το επόμενο. Θα είναι κάτι άλλο. Μόλις ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πάνω σε αυτό και πρέπει να πω ότι νιώθουμε όπως ποτέ άλλοτε. Είμαστε κουρασμένοι από τον τρόπο που κυκλοφορείται πια η μουσική, σαν ποπ κορν. Θέλουμε να κάνουμε κάτι που να πηγαίνει κόντρα σε πολλά πράγματα: παραγωγικά, μουσικά, σε επίπεδο μηνύματος. Και δουλεύουμε πολύ έντονα πάνω σε αυτό. Αυτό που κάνουμε τώρα είναι να προσπαθούμε να ξανασυνδεθούμε οργανικά, όπως παλιά: να περνάμε χρόνο μαζί στο ίδιο δωμάτιο, μακριά από λάπτοπ, χωρίς Guitar Pro, απλώς να καθόμαστε και να γράφουμε μουσική όπως κάναμε πριν από πολλά χρόνια. Να «κυνηγάμε» έναν ήχο, όπως τη δεκαετία του ’90, όχι απλώς να μπαίνουμε σε μια παραγωγή με τις ίδιες συνταγές. Ίσως να έχει να κάνει με την ηλικία, δεν ξέρω. Αλλά το επόμενο βήμα είναι να κάνουμε κάτι διαφορετικό από ό,τι έχουμε κάνει μέχρι τώρα. Και μετά, πιθανότατα, θα έρθει και το Lingua Ignota Part 2.
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου