Δυόμιση δεκαετίες συμπληρώνονται φέτος για την ύπαρξη των Order Of The Ebon Hand και το γιορτάζουν με μια νέα δουλειά. Το τρίτο τους πόνημα φέρει το όνομα "VII:The Chariot" και χρειαστήκαμε 14 χρόνια μέχρι να ηχήσουν στα αυτιά μας τα νέα κομμάτια,βρισκόμενοι πλέον σε κλίμα γενικής ανανέωσης.
Σηματοδοτώντας την επιστροφή τους, το "Dreadnaught" έρχεται με επικό και μεγαλειώδη τρόπο, καθώς και μερικές ελληνοπρεπείς μελωδίες, που συνδυάζουν το στυλ των ύστερων Emperor με τον "δικό" μας ήχο. Από την άλλη το "Μόρες" είναι πιο απότομο και γρήγορο με μερικές ψυχρές υποβόσκουσες μελωδίες πίσω από τα riffs, ενώ οι θεατρικές κραυγές πόνου και οδύνης βάζει το κερασάκι στην τούρτα. Βέβαια δε συμβαίνει το ίδιο και στο έτερο κομμάτι με ελληνικό τίτλο, το "Aίαντας", το οποίο μέσω των καθαρών φωνητικών, φαντάζει σαν την ύστατη απαγγελία κάποιου πίσω από σκηνές καταστροφές, οι οποίες παρομοιάζονται μέσω των ωμών και ταχύτατων riffs.
Το "Wings", κάνοντας μας να ξεφύγουμε λίγο, έρχεται με μια πιο heavy εισαγωγή, η οποία στην πορεία αλλάζει, επαναφέροντας μας στα κρύα τοπία που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει μέσω των επιρροών τους, κάτι το οποίο συνεχίζει και με το "Sabnock" στην πορεία, αλλά σπάει μέσω της φωνής του Σάκη Τόλη, ο οποίος δίνει το δικό του στοιχείο με μερικές πινελιές από τα προσωπικά του έργα, της ύστερης περιόδου των Rotting Christ.
Το "Knight Of Swords" μας γυρνάει αιώνες πίσω, με τα τύμπανα να ακούγονται σαν αντικρουόμενα ξίφη, ενώ δε λείπουν στιγμές που το κομμάτι θυμίζει λίγο παλιούς Immortal. Με το "Bael" αργότερα ξεφεύγουμε τελείως από αυτά τα μονοπάτια αφού οι συμπατριώτες μας παντρεύουν τη ψύχρα με τη ζεστή αγκαλιά της Mεσογείου σε ένα άκρως ερεβώδες κομμάτι το οποίο δίνει τη θέση του στο "The Slow Death Walk", που γράφει τον επίλογο αργά και δυσαρμονικά με πολλές ατμοσφαιρικές και μελωδικές στιγμές. Οι εικόνες που βγαίνουν από μέσα παρουσιάζουν κάτι στοιχειωμένο, ενώ διάσπαρτα θα δούμε μερικές ακόμα Νορβηγικές επιρροές από την ambient εποχή των Burzum καθώς και από παλιούς Satyricon τυλιγμένες γύρω από ένα heavy black περίβλημα.
Μιας και το black metal είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον πόνο και το σκότος, οι Order Of The Ebon Hand έχουν πολλαπλά συν σε αυτόν τον τομέα. Το τρίτο τους πόνημα, που ιδίως οι φανατικοί της μπάντας περίμεναν γεμάτοι αγωνία, εκτός από τα δύο στοιχεία που προανέφερα, κατακλύζεται από μία μαγευτική αύρα που δίνει στο σύνολο κάτι ξεχωριστό, ενώ τέλος χωρίς να με χαλάσει απαραίτητα, ο ήχος τους μπορεί να έχει ταυτότητα, αλλά καλύπτεται έντονα από επιρροές συγκροτημάτων κυρίως της Βορειοευρωπαϊκής Σχολής. Στην μίξη και το mastering ασχολήθηκε ο ιθύνων νους των Dark Fortress και κιθαρίστας των Triptykon, V.Santura, ενώ το εξώφυλλο επιμελήθηκε από την Vamperess Imperium. Φυσικά, όπως φαίνεται χαίρομαι για την επιστροφή ενός εκ των ιστορικότερων σχημάτων της Ελλάδας, οι οποίοι έδωσαν, εκτός των άλλων, και μια παλιομοδίτικη Bathory-κη ματιά στον δίσκο τους και ελπίζω η επόμενη δουλειά να μη χρειαστεί τόσα χρόνια αναμονής.
(8/10)
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Σηματοδοτώντας την επιστροφή τους, το "Dreadnaught" έρχεται με επικό και μεγαλειώδη τρόπο, καθώς και μερικές ελληνοπρεπείς μελωδίες, που συνδυάζουν το στυλ των ύστερων Emperor με τον "δικό" μας ήχο. Από την άλλη το "Μόρες" είναι πιο απότομο και γρήγορο με μερικές ψυχρές υποβόσκουσες μελωδίες πίσω από τα riffs, ενώ οι θεατρικές κραυγές πόνου και οδύνης βάζει το κερασάκι στην τούρτα. Βέβαια δε συμβαίνει το ίδιο και στο έτερο κομμάτι με ελληνικό τίτλο, το "Aίαντας", το οποίο μέσω των καθαρών φωνητικών, φαντάζει σαν την ύστατη απαγγελία κάποιου πίσω από σκηνές καταστροφές, οι οποίες παρομοιάζονται μέσω των ωμών και ταχύτατων riffs.
Το "Wings", κάνοντας μας να ξεφύγουμε λίγο, έρχεται με μια πιο heavy εισαγωγή, η οποία στην πορεία αλλάζει, επαναφέροντας μας στα κρύα τοπία που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει μέσω των επιρροών τους, κάτι το οποίο συνεχίζει και με το "Sabnock" στην πορεία, αλλά σπάει μέσω της φωνής του Σάκη Τόλη, ο οποίος δίνει το δικό του στοιχείο με μερικές πινελιές από τα προσωπικά του έργα, της ύστερης περιόδου των Rotting Christ.
Το "Knight Of Swords" μας γυρνάει αιώνες πίσω, με τα τύμπανα να ακούγονται σαν αντικρουόμενα ξίφη, ενώ δε λείπουν στιγμές που το κομμάτι θυμίζει λίγο παλιούς Immortal. Με το "Bael" αργότερα ξεφεύγουμε τελείως από αυτά τα μονοπάτια αφού οι συμπατριώτες μας παντρεύουν τη ψύχρα με τη ζεστή αγκαλιά της Mεσογείου σε ένα άκρως ερεβώδες κομμάτι το οποίο δίνει τη θέση του στο "The Slow Death Walk", που γράφει τον επίλογο αργά και δυσαρμονικά με πολλές ατμοσφαιρικές και μελωδικές στιγμές. Οι εικόνες που βγαίνουν από μέσα παρουσιάζουν κάτι στοιχειωμένο, ενώ διάσπαρτα θα δούμε μερικές ακόμα Νορβηγικές επιρροές από την ambient εποχή των Burzum καθώς και από παλιούς Satyricon τυλιγμένες γύρω από ένα heavy black περίβλημα.
Μιας και το black metal είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον πόνο και το σκότος, οι Order Of The Ebon Hand έχουν πολλαπλά συν σε αυτόν τον τομέα. Το τρίτο τους πόνημα, που ιδίως οι φανατικοί της μπάντας περίμεναν γεμάτοι αγωνία, εκτός από τα δύο στοιχεία που προανέφερα, κατακλύζεται από μία μαγευτική αύρα που δίνει στο σύνολο κάτι ξεχωριστό, ενώ τέλος χωρίς να με χαλάσει απαραίτητα, ο ήχος τους μπορεί να έχει ταυτότητα, αλλά καλύπτεται έντονα από επιρροές συγκροτημάτων κυρίως της Βορειοευρωπαϊκής Σχολής. Στην μίξη και το mastering ασχολήθηκε ο ιθύνων νους των Dark Fortress και κιθαρίστας των Triptykon, V.Santura, ενώ το εξώφυλλο επιμελήθηκε από την Vamperess Imperium. Φυσικά, όπως φαίνεται χαίρομαι για την επιστροφή ενός εκ των ιστορικότερων σχημάτων της Ελλάδας, οι οποίοι έδωσαν, εκτός των άλλων, και μια παλιομοδίτικη Bathory-κη ματιά στον δίσκο τους και ελπίζω η επόμενη δουλειά να μη χρειαστεί τόσα χρόνια αναμονής.
(8/10)
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου