Οι Incantation αποτελούν προπάτορες του Αμερικάνικου death metal ιδιώματος, και πραγματικά σπουδαίες πλην ανίερες φιγούρες του ακόμα και σήμερα. Ζώντας σε μια απόλυτα δημιουργική περίοδο, και πάντα γεμάτοι μουσικές, και όχι μόνο, ανησυχίες, κυκλοφόρησαν το καλοκαίρι του προηγούμενου έτους, το 13ο, και μάλλον τυχερό τους άλμπουμ. Με αφορμή την επερχόμενη εμφάνισή τους στη χώρα, αλλά και την κυκλοφορία κυρίως, του Unholy Deification, μιλήσαμε με τον ιδρυτή και μπροστάρη John Mc Entee και τον μπασίστα Chuck Sherwood, για να μην είμαστε κι αδιάβαστοι.
-Αρχικά, κάτι που παρατήρησα είναι πως οι τελευταίοι σας δίσκοι κυκλοφορούν Αύγουστο, είναι κάποια παράδοση αυτή;
CS: Χαχα, όντως ενδιαφέρουσα παρατήρηση, αλλά από πλευράς μας απλά τυχαίνει. Ξέρεις εμείς έχουμε το πλάνο μας να βγάλουμε μουσική, δεν είναι η κύρια δουλειά μας, ούτε η μπίζνα μας αυτό. Οπότε γράφουμε μουσική και κάπως βγαίνουν μετά τα περιθώρια κυκλοφορίας.
JME: Επίσης σε αυτό κυρίως έχει να κάνει με τη δισκογραφική. Τώρα αν η Relapse μας έχει κι αυτή στο νου της σαν Αυγουστιάτικη μπάντα δε ξέρω. Η αλήθεια πάντως είναι πως δεν το είχα πάρει χαμπάρι, για εμένα σημασία έχει να βγει ο δίσκος, παρόλα αυτά είναι ωραία η συνοχή.
CS: Νομίζω μετά από αυτή τη δημοσιογραφική ματιά, πρέπει να το κάνουμε trend, χαχα.
-Σχετικά με τον τίτλο του δίσκου, Unholy Deification, είναι κάποιο λογοπαίγνιο ή κάποιο μήνυμα από πίσω;
CS: Ένα μήνυμα σίγουρα. Στιχουργικά ήθελα να δείξω πως ένας θνητός μπορεί να ελιχθεί σε θεό. O άνθρωπος αποτελεί από μόνος του ένα μοχθηρό ον, και σε όλα τα κομμάτια βλέπουμε με διαφορετική ματιά αυτό το ταξίδι, είτε μέσω διάφορων πίστεων, της μαγείας, των τελετών, και δείχνουμε πως μπορεί να δημιουργηθεί ένας κακός, σκοτεινός θεός.
-Νιώθω πως με αυτόν τον τρόπο ενώνεται ο αποκρυφισμός με τον υπεράνθρωπο του Νίτσε, έχεις ερεθίσματα από τη φιλοσοφία και τον αποκρυφισμό;
CS: Εννοείται, και σε προηγούμενα projects είχα ασχοληθεί με τις έννοιες του αποκρυφισμού, και γενικά διαβάζω πολύ από Crowley και Orage, αλλά ακόμα και πιο μυστηριακά βιβλία με επιστημονικές πτυχές όπως αυτά του Robert Temple. Μου αρέσει πολύ και η σύγχρονη φιλοσοφία, και γενικά θέλω να φιλτράρω όλα αυτά τα ερεθίσματα, να τα μεταφράζω σε κάτι δικό μου, και να εμπνέομαι. Δεν ασχολούμαι πλέον πρακτικά με όλα αυτά, αλλά υπάρχουν ενδιαφέρουσες θεωρίες εκεί έξω, που ταιριάζουν και στις θεματικές της μουσικής μας.
-Ηχητικά ο νέος σας δίσκος, έχει πιο ατμοσφαιρικά και evil πατήματα. Ήταν κάτι που πήγε πλάι πλάι με τη θεματική του δίσκου;
CS: Πρακτικά η μουσική ξεκινά τα πάντα, και μετά έρχονται οι φωνητικές γραμμές και κατ'επέκταση ο στίχος. Ο John βρίσκει πολύ εύκολα αυτά τα πατήματα που λες, οπότε το ένα συμπληρώνει το άλλο. Κάθε τραγούδι είναι και μια ιστορία που απλώνεται μέσα στον δίσκο, οπότε αυτό που μας ρωτάς αποδεικνύεται.
JME: Προσωπικά πιστεύω πως είναι η συμμετοχή, τα ερεθίσματα και οι εικόνα που έχει ο καθένας μας για τον ήχο που θέλουμε να βγει. Υπάρχει μια γραμμή, ξέρουμε και περίπου τι θέλουμε να κάνουμε, αλλά πιστεύω πως η συνεισφορά όλης της μπάντας ευθύνεται για τις ατμόσφαιρες και το πλούσιο μίγμα της μουσικής. Κάτι που συμβαίνει περισσότερο στα τελευταία άλμπουμ μας. Είναι σαν να βρήκαμε άλλο ένα μυστικό συστατικό που θα το βάλουμε στην πίτα μας. Πρακτικά αυτό που θέλουμε να κάνουμε με τη μουσική μας είναι να δημιουργούμε εμπειρίες.
-Στα δύο τελευταία σας άλμπουμ, και ειδικά στο τωρινό, βλέπω μια πιο κιθαριστική, τεχνική πλευρά των Incantation. Πώς προέκυψε αυτό; Πιστεύετε πως κι ο νέος σας κιθαρίστας συνέβαλλε για κάτι τέτοιο;
CS: Αναμφίβολα βοήθησε. Eίναι το νέο αίμα της μπάντας, και είχε χώρο για να γράψει. Έδωσε περισσότερα σόλο, τεχνικές και αρμονίες, αλλά κυρίως έκανε πιο κολλητικά και ευδιάκριτα τα riffs. Είναι ένας κιθαρίστας που του αρέσουν τα riffs, και θέλει να τα κάνει αναγνωριστικά με τον δικό του τρόπο, και για τον ίδιον τον Luke αυτό είναι ένα δείγμα καινοτομίας. Αυτό ακολούθησε και τη ροή του υπόλοιπου δίσκου.
-Σαν συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, πιστεύετε πως το Unholy Deification, είναι σαν μια φυσική συνέχεια του Sect Of Vile Divinities;
JME: Κάθε μας άλμπουμ θέλουμε να είναι η απάντηση στο προηγούμενο. Θέλουμε κάθε πτυχή και ενέργεια, να μας πηγαίνει ένα βήμα μπροστά. Νιώθω αυτό που λες, και σίγουρα υπάρχει συνοχή μεταξύ τους, αλλά εδώ υπάρχει μια βαρύτερη παραγωγή, περισσότερα στοιχεία. Το προηγούμενο άλμπουμ ήταν πιο βίαιο και πιο catchy κάτι που το νέο μας άλμπουμ δεν είναι τόσο. Ας πούμε πως είναι μια διαφορετική προσέγγιση των Incantation σε αυτό το άλμπουμ.
-Επίσης κάτι πολύ ενδιαφέρον είναι οι εναλλακτικοί τίτλοι στις παρενθέσεις και οι λατινικοί αριθμοί στα κομμάτια σας. Ποιο το νόημα σε αυτά;
CS: Πρακτικά είναι εναλλακτικοί τίτλοι των κομματιών, και ταυτόχρονα ένα γενικό νόημα της ιδέας του κάθε τραγουδιού, ανάλογα με τι κεφάλαιο καταπιάνεται στην ιστορία που λέγαμε παραπάνω. Υπάρχει ένα πολύπλοκο DNA στη θεματική του δίσκου, που ενώνεται μουσικά και στιχουργικά, είναι πως η ανθρώπινη φυλή διασπάται και δημιουργείται μια διαφορετική οντότητα. Έτσι έρχονται και οι λατινικοί αριθμοί για να βοηθήσουν. Δημιουργείται μια εναλλακτική σειρά των κομματιών. Η ήδη υπάρχουσα στον δίσκο πηγαίνει με τη μουσική πλευρά, η εναλλακτική με τους λατινικούς αριθμούς, δημιουργεί το νόημα του δίσκου, σαν μια νέα ζωή.
-Παλιά ήσασταν πιο ωμοί και άμεσοι στον ήχο σας, ενώ τα τελευταία χρόνια έχετε περισσότερη ποικιλία μουσικά. Νιώθετε πως πατάτε κάπως στα χνάρια του σύγχρονου death metal;
JME: Δε νομίζω. Περισσότερο ζούμε στις δικές μας συνθήκες και κάνουμε τα δικά μας πράγματα, απλώς πλέον παίζουμε με καλύτερες παραγωγές, και φυσικά έχουμε ωριμάσει. Παλιότερα το να εξελιχθείς ήταν δύσκολο, και συν τοις άλλοις το να έχεις μια καλή παραγωγή στο underground ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Όταν είσαι νέος θέλεις απλά να παίξεις και να κυκλοφορήσεις τη δική σου μουσική. Τώρα έχουμε την εμπειρία και δε μιμούμαστε άλλες μπάντες και ήχους, δίνουμε χώρο σε νέα πράγματα και ξέρουμε κυρίως πως παίζουμε. Δε νιώθω πως πάμε προς το σύγχρονο death metal, αλλά κάνουμε το δικό μας death metal σύγχρονο και οι αλλαγές είναι φυσικό να έρθουν. Ειδικά όταν η μπάντα σου έχει περάσει τα 30 χρόνια ύπαρξης.
-Tέλος, πάντα ήσασταν μια από τις πιο αναγνωρισμένες death metal μπάντες, ειδικά για τον Αμερικάνικο ήχο, μα ταυτόχρονα, πάντα ήσασταν στο underground. Ήταν κάτι που προτιμούσατε, και αν φτάνατε στο βεληνεκές των Morbid Angel ή των Deicide κάτι να σας χάλαγε;
JME: Εγώ θα πω ναι σε όλα αυτά.
CS: Κι εγώ, το προτιμώ έτσι. Δε θα έπρεπε κανονικά να έχει σημασία στον ήχο μας η αποδοχή του κόσμου, και συνεχίζουμε να το βλέπουμε έτσι. Δεν είναι μουσική για τις μάζες, ούτε για αυτό που λέμε "πλήθος". Επίσης δεν έχουμε αλλάξει καθόλου ούτε σαν χαρακτήρες, ούτε σαν οπαδοί, και δε θέλουμε να το κάνουμε ούτε προσωπικά ούτε στη μπάντα. Προσωπικά είχα σαν γνώμονα πως μια φωτιά ανάβει όταν ξεκινάς να παίζεις ένα όργανο, φουντώνει όταν μπαίνεις σε μια μπάντα, και αναζωπυρώνεται όταν βγάζεις ένα καλό άλμπουμ, όταν είσαι αληθινός σε αυτό που κάνεις. Όταν μπαίνεις στη μπίζνα, κάτι από αυτά χάνεται. Εμάς η μοίρα μας θέλει να είμαστε με το μέρος της φωτιάς.
JME: Είναι σημαντικό να ξέρεις πως όση επιτυχία και να έχεις, πρέπει να κοιτάς αυτό που είσαι, όχι αυτό που θα ήθελες να είσαι. Πρέπει να είσαι και να κάνεις όνομα σε μια σκηνή που αγαπάς, όχι που κάποτε αγαπούσες, επαναπαύτηκες και τώρα σε τρώει η συνήθεια. Αυτό είναι το κακό. Δεν είναι κακό να είσαι οπαδός οποιασδήποτε μουσικής, δεν είναι κακό να είσαι καλλιτέχνης σε οποιαδήποτε μουσική, δεν είναι κακό να σου αρέσουν όλες αυτές οι easy listening μουσικές,
σημασία έχει σε όλα αυτά να είσαι ειλικρινής. Αυτό χάνεται και στη δική μας μουσική και σε πολλές άλλες. Το death metal δεν ήρθε για να γίνει pop, κι ας ήθελαν πολλοί να το κάνουν.
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου