To Kristiansand είναι μια τυπική, πολύ γραφική περιοχή της Νορβηγίας, με έντονο φυσικό περιβάλλον και τον ποταμό Otra να βρέχει τις πλαγιές του. Όλα αυτά αποτελούν δείγμα έμπνευσης και κύριας επιρροής στο νέο άλμπουμ των θρυλικών In The Woods... Το 7 το τυχερό θα έλεγε κανείς, αφού "κλειδώνει" τον ήχο της νέας εποχής τους. Έτσι, παίρνοντας τη βάρκα του εξωφύλλου, κάνουμε ένα ταξίδι γύρω από αυτό το ιδιαίτερο, μουντό και συνάμα τρικυμιώδες σκηνικό.
Το άλμπουμ ξεκινά δυναμικά με το εναρκτήριο δίδυμο των "The Things You Shouldn't Know" και "Α Mispresentation Of I" δείχνοντας το ξεκάθαρο πλάνο της εξέλιξής τους, με μια καθαρή ανάμιξη του prog/avant garde στοιχείου και του κλασικού σκοτεινού metal τους, συνεχίζοντας πιο στιβαρά και δεμένα από εκεί που μας άφησε το "Diversum". Βέβαια η μπάντα δεν έχει χάσει το black DNA της, όσο κι αν με τον καιρό έχει πάει λίγο στο παρασκήνιο, αλλά τα blast beats οι επιθετικές κιθάρες και τα φωνητικά που σπαράζουν ποτέ δεν προδίδουν, ειδικά στο "The Kiss And The Lie" και "Come Ye The Sinners". Αυτή είναι και η γέφυρα μεταξύ του παλιού και του νέου ήχου τους, κρατώντας την ένταση και την ανατριχίλα του παραδοσιακού black metal, αλλά σε μια πιο μελωδική και πιο προηγμένη, ώριμη μορφή, που φλερτάρει και με συμπατριώτες τους ενίοτε, όπως τους Borknagar ή τους In Vain.
Αυτό από την άλλη, που πραγματικά ξεχωρίζει στο "Otra" είναι η ευχάριστη σύγκρουση μεταξύ της αμεσότητας και του πειραματισμού, καθώς και η ένταση και η έντονη συναισθηματική φόρτιση που παραμένουν στο επίκεντρο. Εκεί που η μουσική τέχνη μιλάει στη ψυχή, και ορμάει σαν χείμαρρος. Το "The Crimson Crown" είναι το τέλειο παράδειγμα αυτού του συνδυασμού, με τον Anders Kobro σε όλο το σύνολο κιόλας, να φαίνεται με τα ντραμς του, καθοδηγητής τόσο για τον συνοδοιπόρο του στο rhythm section Nils Drivdal όσο και για τους κιθαρίστες Kåre André Sletteberg και Bernt Sørensen ενώ ο μπροστάρης Bernt Fjellestad δείχνει έναν φορμαρισμένο εαυτό που συνδυάζει το κλασικό metal με το extreme χρώμα. Το "The Wandering Deity" τέλος, μας αφήνει με έναν γλυκόπικρο τόνο, οριακά Καζαντζαϊκό (για όσους γνωρίζουν) στην ουσία του, υπό το Νορβηγικό, κρύο πρίσμα κι ένα ελαφρώς δυσαρμονικό doomy vibe μαζί με αυτό του "Let Me Sing".
Όπως ο ποταμός Otra, σήμα κατατεθέν της ιδιαίτερης πατρίδας τους, το άλμπουμ κυλά αργά και σταθερά, αλλά όταν φτάσει στην κορύφωσή του, παρασέρνει χωρίς έλεος, φουσκωμένο και ορμητικό. Η τρίτη εποχή των In The Woods καταλήγει να είναι η καλύτερή και η πιο επιδραστική τους, έχοντας μας χαρίσει ταυτόχρονα διαμάντια σαν το "HEart Of The Ages" και το "Omnio" στο παρελθόν. Το δέσιμο και οι ανησυχίες διαφορετικών χαρακτήρων και επιρροών δίνουν στη μπάντα μια μοναδική ταυτότητα που βασίζεται στην κληρονομιά του παλιού, αλλά με ορίζοντες ξεχωριστούς από τις περισσότερες μπάντες του είδους που υπηρετούν. Μοναδικοί στο είδος τους, κάνουν αυτό που θέλουν και τους γεμίζει χωρίς όρια, με τις ταμπέλες να τους φτωχαίνουν.
(9/10)
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου