Οι Passengers In Panic έχουν έρθει για να μας ταξιδέψουν. Αρχικά με τις μουσικές τους και το ιδιαίτερο folk στοιχείο τους, μας κάνουν έναν γύρο στη χώρα μας, ενώ μας βάζουν να εμβαθύνουμε και στα ενδότερα της ψυχής μας. Όλα αυτά έχουν μπολιάσει για τα καλά στο δεύτερο πόνημά τους "Amnesia", όπου οι Αθηναίοι metallers, προσδίδουν δύναμη και ατμόσφαιρα στο ζενίθ τους, και η τραγουδίστρια τους, Ιωάννα Γαλάνη, δίνει της κατευθυντήριες στο Metal View.
-Πρώτα απ'όλα το νέο άλμπουμ των Passengers In Panic, "Amnesia", αποτελεί το δισκογραφικό βάπτισμα του πυρός για εσένα. Τι κρατάς από αυτή την εμπειρία;
Σίγουρα κρατάω την εμπειρία της συνεργασίας με άλλους ανθρώπους – και όταν λέω συνεργασία, εννοώ τόσο τη δημιουργική διαδικασία όσο και τη διαδρομή από την αρχική ιδέα μέχρι την υλοποίηση ενός δίσκου. Υπάρχουν πολλά ενδιάμεσα στάδια, πολλά layers, που ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει. Για μένα όλο αυτό ήταν μια καινούρια εμπειρία. Επειδή ήταν κάτι άγνωστο, μου προκάλεσε φόβο και αγωνία: Τι θα γίνει; Πώς θα γίνει; Προς τα πού πηγαίνει αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή; Κρατάω σίγουρα πως έμαθα καλύτερα τον εαυτό μου και τη φωνή μου. Ήρθα πιο κοντά στο συναίσθημά μου. Είναι πολύ διαφορετικό το να γράφεις στίχους από το να τους ερμηνεύεις. Το να δίνεις πνοή στο δημιούργημά σου, να μεταφέρεις το κατάλληλο συναίσθημα, να ζωντανεύεις τους στίχους μέσα από την ερμηνεία σου – αυτό είναι κάτι τελείως άλλο από το απλώς να πεις «έγραψα ένα κομμάτι». Αυτό που έχεις γράψει... παίρνει σάρκα και οστά. Το όραμα που είχες όταν έκανες την προπαραγωγή, τα κομμάτια στην αρχική τους φάση...
-Νιώθω γενικά πως, μέσα από το άκουσμα του δίσκου, η μπάντα είναι συνολικά πιο δεμένη και πιο ουσιώδης στο παίξιμό της, δείχνοντας ότι γνωρίζει πλέον καλύτερα τα βήματά της. Πιστεύεις ότι η περίοδος μετά την καραντίνα, σε συνδυασμό με την επαναδραστηριοποίηση της μπάντας και τα πολλά live που κάνατε ως νέο σύνολο, βοήθησαν ώστε να αποτυπωθεί αυτό το αποτέλεσμα στον δίσκο;
Ακριβώς. Η μπάντα δημιουργήθηκε μέσα στην καραντίνα και ο πρώτος δίσκος βγήκε τότε, οπότε υπήρχαν αρκετά εμπόδια στην προώθηση του υλικού. Όταν τελείωσε η καραντίνα, η μπάντα είχε ήδη έναν δίσκο. Οπότε έπρεπε να τον προωθήσουμε. Παράλληλα έγινε και μια εσωτερική αναδιάρθρωση. Μπήκαμε κατευθείαν στη διαδικασία: “Έχουμε έναν δίσκο, πρέπει να τον βγάλουμε προς τα έξω. Είμαστε αυτοί που είμαστε, πάμε να το κάνουμε.” Όλες αυτές οι εμπειρίες –τα live, ο χρόνος στον δρόμο, οι ώρες ταξιδιών, οι βραδιές μαζί– μας έφεραν πιο κοντά. Μας βοήθησαν να δεθούμε ουσιαστικά. Νιώσαμε ότι, παρότι είμαστε τέσσερις μονάδες, λειτουργούμε σαν ομάδα. Πλέον είμαστε σαν μια μικρή οικογένεια. Και αυτό βγήκε στο αποτέλεσμα. Ο καθένας έβαλε το δικό του στοιχείο.
-Μουσικά, στον δίσκο, το παραδοσιακό στοιχείο επικρατεί. Όχι απλώς ως εργαλείο, αλλά ως βασική παράμετρος. Υπάρχει σε πολλές εκδοχές – άλλοτε πιο λυρικό, άλλοτε πιο μελαγχολικό, άλλοτε επικό. Νιώθετε πως η ελληνική παραδοσιακή μουσική έχει κοινά σημεία με το metal, παρά τις διαφορές;
Θεωρώ πως υπάρχουν κοινά σημεία, αλλά ίσως και εμείς τα δημιουργήσαμε αυτά τα κοινά σημεία μέσα από πειραματισμούς. Το να πειραματιζόμαστε είναι το αγαπημένο μας πράγμα – είτε με τα metal στοιχεία, είτε με παραδοσιακά. Έχουμε διαφορετικά στυλ, από νησιώτικα μέχρι ηπειρώτικα, για να δούμε τι λειτουργεί και πώς μπορεί να "κουμπώσει" με το metal. Είμαστε μια metal μπάντα που απλώς θέλει να συνδυάσει και το παραδοσιακό στοιχείο. Και το πειραματιζόμαστε αυτό, το εξερευνούμε συνεχώς.
-Ο πειραματισμός που αναφέρεις, πιστεύεις ότι βοηθάει λόγω και των διαφορετικών ακουσμάτων των μελών;
Σίγουρα. Ο καθένας έχει διαφορετικά ακούσματα. Ο Λευτέρης, για παράδειγμα, ακούει πολλή ελληνική μουσική, αλλά λατρεύει και τους Ramones. Η Λέλα αγαπάει τα ‘80s, το thrash και το heavy metal – Maiden, Megadeth κτλ. Ο Φίβος λατρέυει τους Judas Priest αλλά και τους Pantera, και επίσης πολλές μοντέρνες μπάντες. Εγώ πάλι, θα σου πω πιο μοντέρνα ακούσματα. Αυτή η διαφορετικότητα μας έχει βοηθήσει. Δεν περιοριστήκαμε ποτέ στο "παίζουμε heavy metal με παραδοσιακά στοιχεία άρα μένουμε σε αυτό το πλαίσιο". Ο καθένας έφερε κάτι δικό του, και έτσι προέκυψε ένα αποτέλεσμα πιο πλούσιο και πιο προσωπικό για τον καθένα μας.
-Γενικά, πόσο εύκολο είναι να ισορροπήσεις το folk στοιχείο με το metal ώστε να είναι ουσιαστικό και ισορροπημένο; Να μην ξεφεύγει, να μην γίνεται ή υπερβολικά "πανηγυριώτικο" ή "kitsch";
Είναι όντως μια λεπτή γραμμή και σίγουρα πρέπει να δοκιμάσεις, να δεις τι λειτουργεί και τι όχι. Και θα σου πω και κάτι άλλο: μπορεί να νομίζεις ότι κάτι δεν λειτουργεί, αλλά στην πράξη να δεις ότι κουμπώνει 100% με το υπόλοιπο μέρος — που είναι το metal στοιχείο. Οπότε δεν υπάρχει απαραίτητα στο κεφάλι μας η λογική "μην κάνουμε αυτό, μην γίνει πολύ πανηγύρι, να βάλουμε και λίγα παραδοσιακά για να το ισορροπήσουμε με το metal". Το θέμα είναι τι ταιριάζει σε κάθε κομμάτι, σε κάθε συνθήκη, ποιο συναίσθημα θέλουμε να έχει το κομμάτι. Οπότε στη διαδικασία εύρεσης και αναζήτησης για το τι λειτουργεί και τι όχι, δοκιμάζουμε και πολλά παραδοσιακά όργανα. Για παράδειγμα, μπορεί να υπάρχει ένα κομμάτι που αν βάλεις βιολί να μην ταιριάζει καθόλου, αλλά αν βάλεις λαούτο να κουμπώσει πολύ καλύτερα. Και έτσι αλλάζει ο τόνος του κομματιού, δεν βγάζει τόσο το "πανηγυριώτικο" που ίσως είχαμε στο μυαλό μας και γίνεται πιο smooth η μετάβαση.
-Έχουμε δει γενικά πολλές μπάντες στην Ελλάδα που έχουν πειραματιστεί με τον παραδοσιακό ήχο. Είτε μιλάμε για τους Rotting Christ, είτε για τους Villagers of Ioannina City πχ, όλοι έχουν ψαχτεί με τέτοια στοιχεία. Εσείς όμως το βάζετε σε πιο μοντέρνες φόρμες. Πώς θεωρείς ότι αυτό μπορεί να λειτουργήσει; Πιστεύεις ότι ο κόσμος μπορεί να έρθει πιο κοντά μέσα από αυτή τη μετάβαση;
Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς. Θεωρώ ότι, κακά τα ψέματα, έχουμε μεγαλώσει όλοι με ελληνική παραδοσιακή μουσική. Θα έχεις πάει σε έναν γάμο, σε ένα πανηγύρι. Θα έχεις ακούσει αυτόν τον ήχο. Νιώθω ότι είναι στο DNA μας, στο αίμα μας. Όπως, για παράδειγμα, οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης έχουν ως ρίζα την κλασική μουσική, έτσι κι εμείς έχουμε την παραδοσιακή. Είναι κάτι πολύ οικείο στο αυτί του Έλληνα. Ίσως νιώσει ταύτιση, ίσως απλώς μια οικειότητα. Δεν λέω ότι θα του αρέσει απαραίτητα, αλλά θα του δώσει μια ευκαιρία να το ακούσει – είτε ακούει metal είτε όχι. Και τελικά το αν θα του αρέσει ή όχι αυτός ο συνδυασμός έχει να κάνει και με τα συνολικά του ακούσματα. Αλλά επειδή είναι τόσο βαθιά ριζωμένο στην κουλτούρα μας, νομίζω είναι πιο εύκολο για κάποιον να πει "θα το ακούσω". Κι εμείς νιώθουμε ότι δίνουμε μια νέα πνοή σε όλο αυτό. Μια νέα οπτική για το πώς μπορεί να φανταστεί κανείς την ελληνική παραδοσιακή μουσική σήμερα, σε συνδυασμό με κάτι διαφορετικό.
-Πώς νιώθεις ότι λειτουργεί αυτή η ομογενοποίηση των δύο στοιχείων – του παραδοσιακού και του μοντέρνου; Πώς το καταφέρνετε;
Δεν υπάρχει συνταγή. Είναι όλο μια διαδικασία εξερεύνησης, ανακάλυψης. Και πολλές φορές έχει να κάνει με τη δεδομένη χρονική στιγμή: τι ακούσματα έχει, για παράδειγμα, εκείνη την περίοδο ο Λευτέρης, που μπορεί να επηρεάσουν τον τρόπο που γράφει μουσική και να τα φέρει στην μπάντα. Για τον τωρινό δίσκο είχε αρκετές επιρροές από νησιώτικα – τα ηπειρώτικα είχαν χρησιμοποιηθεί περισσότερο στον πρώτο δίσκο. Αυτή η κατεύθυνση προέκυψε αυθόρμητα, λόγω της φάσης που βρισκόμασταν εκείνη τη στιγμή. Μπορεί στον επόμενο δίσκο να πάμε σε κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι όλη μια διαρκής αναζήτηση: τι μας αρέσει, τι λειτουργεί, τι όχι. Μπορεί να πούμε "να δοκιμάσουμε κάτι καινούργιο;", "να βάλουμε κι άλλα παραδοσιακά στοιχεία από περιοχές που δεν έχουμε εξερευνήσει μέχρι τώρα;", ή ακόμη και "να τολμήσουμε να πάμε σε τελείως παραδοσιακά μονοπάτια;". Όλο αυτό έχει να κάνει με το πού γέρνει η μπάντα κάθε φορά. Γιατί μια μπάντα εξελίσσεται διαρκώς. Το βλέπουμε αυτό σε πολλές μπάντες που ξεκίνησαν από ένα είδος και εξελίχθηκαν σε κάτι τελείως διαφορετικό. Όσο ασχολείσαι και δίνεις χρόνο και χώρο στη μουσική, τόσο ανακαλύπτεις και εσύ ο ίδιος τι σου ταιριάζει και ποιο είναι το όραμά σου.
-Παρ’ όλα αυτά, νιώθω ότι έχετε βρει το πάτημά σας. Το "pattern" της μπάντας είναι ξεκάθαρο.
Ναι, το έχουμε βρει — μετά από αρκετούς πειραματισμούς. Εγώ μπήκα στην μπάντα στο δεύτερο δίσκο, όταν ο πρώτος είχε ήδη ολοκληρωθεί. Σίγουρα, όμως, σε αυτό το δεύτερο άλμπουμ, ο πειραματισμός ήταν πολύ πιο έντονος. Είχαμε και πιο έντονα παραδοσιακά στοιχεία, αλλά και πιο έντονα metal μέρη. Ο στόχος είναι πάντα να βρίσκουμε την ισορροπία, να βλέπουμε πού θα γείρει η ζυγαριά. Ίσως σε ένα κομμάτι να γείρει προς την παράδοση, σε άλλο πιο πολύ στο metal, σε άλλο προς μια progressive προσέγγιση. Είμαστε ανοιχτοί στο να δούμε τι θα λειτουργήσει, χωρίς ταμπέλες και όρια.
-Πόσο εύκολα μιλάει στη δική σου ψυχή ο παραδοσιακός ήχος; Ειδικά αφού, όπως είπες, υπάρχει αυτό το στοιχείο στο ελληνικό DNA...
Σίγουρα υπάρχει. Ειδικά στο δικό μου DNA. Θυμάμαι τον εαυτό μου μικρή, να ακούω κρητικά από τη γιαγιά μου που ήταν από την Κρήτη. Δεν είχα ακούσει σχεδόν τίποτα άλλο τότε, αλλά υπήρχε αυτός ο ενθουσιασμός, αυτή η χαρά, χωρίς να μπορώ να την εξηγήσω, ένιωθα να με "χτυπάει" αυτός ο ήχος. Οπότε, ναι, αυτή η προσέγγιση με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Και χαίρομαι που την δοκίμασα, γιατί παρόλο που ήταν μακριά από τα αρχικά μου ακούσματα, με τον δεύτερο δίσκο –που συμμετείχα κι εγώ– ένιωσα ότι κατάφερα να το φέρω λίγο πιο κοντά στα δικά μου μέτρα.
-Κάπως το αγκάλιασες με τον δικό σου τρόπο;
Ακριβώς. Το έφερα στα δικά μου μέτρα, με τον δικό μου τρόπο. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μπάντα θα μείνει στάσιμη ή ότι θα παραμείνει όπως ήταν στον πρώτο δίσκο. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται. Μπαίνουν καινούργια στοιχεία, αλλά δεν αλλοιώνεται η βάση — απλώς διευρύνεται.
-Για τον «Καϊξή» συγκεκριμένα – νομίζω πως έχει γίνει πια ένα από τα must κομμάτια της μπάντας στα live. Πώς αποφασίσατε να κάνετε αυτή τη διασκευή; Υπήρχαν κι άλλες ιδέες πριν καταλήξετε σ’ αυτό το κομμάτι;
Την πρόταση την έφερε, όπως πάντα, ο Λευτέρης. Έχει αυτό το μαγικό χάρισμα: ακούει ένα κομμάτι, το φαντάζεται σε metal εκδοχή, βάζει στο μυαλό του τα breakdowns, τα βιολιά, φτιάχνει ένα όραμα. Κι έτσι έπεσε η ιδέα: «Παιδιά, να κάνουμε τον “Καϊξή”». Ειλικρινά, στην αρχή το φοβηθήκαμε· δεν είχαμε ξανασκεφτεί να μεταφέρουμε ένα παλιό ρεμπέτικο σε metal πλαίσιο. Ψάξαμε κι άλλα κομμάτια, αλλά καταλήξαμε ότι αυτή ήταν η μοναδική, η πιο σωστή επιλογή. Το πιστέψαμε, το αγαπούσαμε ήδη και θέλαμε να δούμε πού θα μας βγάλει.
-Άρα, πέρα από τον πειραματισμό, σας αρέσουν και τα ρίσκα...
Μας αρέσει να ρισκάρουμε, αλλά δεν το κάνουμε με το ζόρι, ούτε γιατί "πρέπει" να το κάνουμε. Συνήθως ξεκινά μια κουβέντα: «Λες να δοκιμάσουμε αυτό;», «Λες να κάνουμε μια διασκευή;». Έτσι προέκυψε κι ο «Καϊξής». Είναι ένα τόσο διαχρονικό κομμάτι. Χαρήκαμε πολύ που τολμήσαμε και, τελικά, νομίζουμε πως του δώσαμε τη δική μας πνοή.
-Σχετικά με τον τίτλο του "Amnesia". Θέλατε επί τούτου μια ελληνική λέξη;
Δεν είχαμε προσχεδιάσει «να βάλουμε οπωσδήποτε ελληνικό τίτλο». Πρώτα φτιάξαμε τα κομμάτια και τους στίχους· μετά κάθισα, τους κοίταξα όλους μαζί και ένιωσα ότι το Amnesia τους αντιπροσώπευε καλύτερα. Στιχουργικά μιλάμε για κοινωνικά ζητήματα, αλλά και για εσωτερική γαλήνη, ψυχική υγεία, μνήμες. Ο δίσκος λέγεται Amnesia ακριβώς γιατί θέλουμε να θυμόμαστε: από πού ξεκινήσαμε, πόσο μακριά έχουμε φτάσει, αλλά και όσα δεν πρέπει να ξεχνάμε – τις φωτιές, τους πολέμους, τις αδικίες. Η μνήμη είναι η δύναμή μας· όταν ξεχνάς, χάνεις και το πάτημά σου.
-Ο δίσκος αγγίζει κοινωνικά θέματα πιο έντονα από ποτέ. Νομίζεις ότι λείπει από τη μουσική η «προσωποποίηση» των προβλημάτων; Δηλαδή, να πατάμε πάνω στο ζήτημα και να το βλέπουμε κατάματα;
Ο καθένας πορεύεται όπως νιώθει· δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Εμάς μας αρέσει να μην αφήνουμε πράγματα να πέφτουν κάτω. Πολλά κομμάτια γράφτηκαν από προσωπικές εμπειρίες. Παράδειγμα: το “Echoes of Death” γράφτηκε όταν ήμουν στην Εύβοια, μέσα στις φωτιές. Η μυρωδιά του καμένου, ο πανικός γύρω δημιουργούσε τον τρόμο κατάματα – δεν ήταν τηλεόραση, το ζούσαμε. Θέλαμε να το βγάλουμε προς τα έξω, να μιλήσουμε ανοιχτά. Για κάποιον που ακούει, μπορεί να γίνει λύτρωση, ένα ασφαλές σημείο. Αυτό θέλουμε να είμαστε για τον κόσμο μας.
-Το αναφέρω κυρίως όχι τόσο για τις μπάντες, όσο για τον ακροατή, που πλέον τείνει να αφήνει τη μουσική στο παρασκήνιο, παραμερίζοντας κάπως το νόημά της. Οπότε, μήπως η τέχνη σιγά-σιγά θα έπρεπε ξανά, όπως παλιότερα, να παίρνει θέση; Και ο ακροατής να μπαίνει πιο ενεργά στη διαδικασία να συνδεθεί μαζί της, αντί απλώς να την καταναλώνει;
Η μουσική, βασικά, εξαρτάται από το πού βρίσκεσαι – ψυχικά, σωματικά, συναισθηματικά. Δηλαδή, μπορεί να είμαι σε μια μέρα που είμαι πολύ κουρασμένη και να αφήσω τη μουσική να λειτουργεί απλώς ως φόντο, για να χαλαρώσω. Άλλες φορές, όμως, μπορεί να μπω σε διαδικασία να εμβαθύνω στο άκουσμα. Μπορεί να βρίσκομαι σε μια δύσκολη ψυχολογική ή συναισθηματική κατάσταση, και τότε η μουσική να με μαγνητίσει, να με κάνει να νιώσω, να με βοηθήσει να καταλάβω γιατί νιώθω έτσι. Το να προσωποποιείς ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση έχει σημασία. Κανένα πρόβλημα δεν είναι λιγότερο σημαντικό από κάποιο άλλο, γιατί όλα σχετίζονται με το πώς νιώθεις σαν άτομο. Δεν μπορώ να πω ότι το δικό σου πρόβλημα είναι λιγότερο σοβαρό από κάποιου άλλου – γιατί εσένα σε επηρεάζει, σε βαραίνει, σε κάνει να νιώθεις άβολα ή άσχημα. Άρα, είναι πρόβλημα. Γι’ αυτό θεωρώ ότι είναι καλό να μπαίνουμε στη διαδικασία να προσωποποιούμε τα προβλήματά μας. Ίσως έτσι η μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως διαφυγή, ως μια ξεκάθαρη κάθαρση, να ακούμε τι μας λέει, να μας απελευθερώνει. Και ίσως ο ακροατής να βρει σε αυτήν ένα καταφύγιο, να ακούσει κάτι που να μιλάει για εκείνον, να εκφράζει αυτό που νιώθει, σε μια συνθήκη που ίσως ο ίδιος δεν μπορεί να το κάνει. Όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί απλώς δεν μπορεί. Και ναι, είναι αλήθεια ότι θέλουμε να είμαστε αυτό το ασφαλές καταφύγιο για κάποιον.
-Η μπάντα δείχνει ώριμη αλλά και διψασμένη για εξερεύνηση. Πόσο παίζει ρόλο η εμπειρία του Φοίβου και του Λευτέρη σε παλιότερες μπάντες, σε σχέση με τη δική σου και της Λέλας, τη «φρεσκάδα» σας;
Είναι μια ζυγαριά. Ο Φοίβος και ο Λευτέρης κουβαλούν εμπειρίες: tour, ηχογραφήσεις, δισκογραφία. Σε καταστάσεις που δεν έχουμε ζήσει ακόμα, ξέρουν πώς να σταθούν ένα βήμα μπροστά. Εγώ και η Λέλα φέρνουμε με τη δική μας γενιά, την ανάλογη φρεσκάδα, πηγαίνουμε σε συναυλίες, βλέπουμε τι γίνεται έξω, τι μπορούμε να δοκιμάσουμε. Μοιραζόμαστε τις εμπειρίες, έτσι, όπου λείπει κάτι σε εμάς, το καλύπτουν εκείνοι· κι όπου λείπει σε εκείνους, το συμπληρώνουμε εμείς.
-Και τέλος, ποια τα μελλοντικά πλάνα των Passengers in Panic;
Να παίξουμε όσο περισσότερο γίνεται! Live, περιοδείες – θέλουμε να πάρουμε τη μουσική μας παντού. Ενδέχεται να κυκλοφορήσουμε και κάτι ακόμα, στο προσεχές διαστημα, ένα μικρό νέο κεφάλαιο μετά το "Amnesia", αλλά θα δείξει. Κατά τα άλλα το βασικό μας μέλημα είναι οι συναυλίες, θα παίξουμε στο Aeolian Rock Storm στη Μυτιλήνη, στην Πάτρα στις 27 Σεπτεμβρίου, και στο Βέλγιο στο Female Fronted Violence, ενώ σίγουρα θα έρθει και το release show στην Αθήνα.
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου