Οι Oceans Of Slumber φαντάζουν τα τελευταία αρκετά χρόνια, σαν το next big thing του σκληρού ήχου. Είναι ποικίλοι, αισθαντικοί, πολυσύνθετοι και κυρίως μοναδικοί στο στυλ τους. Το συγκρότημα από το Χιούστον ποτέ δεν επαναπαύεται και κάνει κάθε ερέθισμα του, αγνή τέχνη. Έτσι και φέτος, αυτό συμβαίνει με τo έκτο τους πόνημα, "Where Gods Fear To Speak". Για αυτή τη δουλειά, το Metal View, μιλάει με την τραγουδίστρια Cammie Gilbert, σε μια συνέντευξη γεμάτη ατάκες, μηνύματα και αγάπη για τη μουσική.
-Αρχικά, πιστεύεις πως με το νέο άλμπουμ κάνετε ένα άλμα στον ήχο σας, ως Oceans Of Slumber;
Ναι, είναι πιο ατμοσφαιρικός, με περισσότερα στρώματα ηχητικά. Βέβαια νομίζω πως η μεγαλύτερη έκπληξη στον δίσκο ήταν τα βαριά μου φωνητικά. Πάντα υπήρχαν γενικά στη μπάντα, αλλά ζητούσα εγώ που θα μπουν και ποιος θα τα κάνει. Τώρα βάζω τον εαυτό μου μέσα σε αυτά, τη δική μου προσωπική ενέργεια και επιθετικότητα. Ήταν ένα στοιχείο που για καιρό ήθελα να το κάνω αλλά ένιωθα πως ντρεπόμουν ή πως δε μπορούσα να το εξωτερικεύσω όπως ήθελα. Τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή, με τη δική μου προσωπική, γυναικεία αύρα.
-Πόσο καιρό το σκεφτόσουν μέχρι να το κάνεις, μιας και θεωρώ ότι είναι αντιπροσωπευτικό κομμάτι του δίσκου, και νιώθεις πως τα δικά σου growls δίνουν κάτι διαφορετικό τώρα στη μπάντα;
Η αλήθεια είναι πως ήθελα να το κάνω εδώ και πολύ καιρό. Σίγουρα από τον προηγούμενο δίσκο, κι έκανα πολλή πρακτική, είχα μαζί μου δάσκαλο για να μου δείχνει και πως να κραυγάζω και πως να "πνίγω" τη φωνή μου, οπότε μέχρι να νιώθω σίγουρη κι ασφαλής με αυτό, δεν είχαμε μπει στο στούντιο. Μόλις ένιωσα άνετη, πήγα με την αυτοπεποίθηση και με την επίγνωση για αυτό που θα κάνω, εκεί που πρέπει να το κάνω. Μουσικά είναι πολύ συνειδητά τα σημεία που έχουν μπει τα βαριά φωνητικά μου, αν και παρόλα αυτά δε νιώθω πως έδωσαν στον ήχο της μπάντας, αυτόν καθαυτό κάτι νέο, μιας και πάντα υπήρχαν, έστω κι αν τα έκανε ο Dobber. Απλώς από το "Winter" μέχρι τώρα θα δεις γενικά τις διαφορές που υπάρχουν.
-Αυτός ο δίσκος χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Τα κομμάτια που είναι πιο άμεσα και δυναμικά, και αυτά που είναι πιο απαλά, ατμοσφαιρικά, σινεματικά. Πώς αποφασίσατε για αυτή την αντίθεση στον ήχο και τα συναισθήματα του δίσκου;
Νομίζω πως έχει να κάνει περισσότερο με τις ιστορίες που μπορεί να μας συνεπάρουν. Μπορεί να έχουμε μια εμπειρία οικεία, που να μας βγάλει ευαισθησία και συναίσθημα, και να θέλουμε να το ταιριάξουμε με κάτι πιο soundtrack-ικό, ενώ από την άλλη μπορεί να έχουμε γράψει και κάτι πιο δραματικό και καταστροφικό, που μέσα θα πρέπει να μπει ένας πιο heavy ήχος με πιο "ανώμαλα ηχοτόπια". Δεν είναι μια συνειδητή επιλογή, αλλά μια πορεία συναισθημάτων και εμπειριών, που χτίζουν το soundtrack, την ιστορία, το βιβλίο ή οτιδήποτε άλλο θες, του συγκεκριμένου άλμπουμ. Και εγώ, και ο Dobber συζητάμε για τη σύνθεση των κομματιών και για τους στίχους που έχουν γραφτεί, κι αντίστοιχα βγάζουμε στα όργανα ή τη φωνή το βάρος και τον φόρτο από τη ψυχοσύνθεση των κομματιών. Κάπου θα εστιάσουμε στο μίσος ή την αγάπη, κάπου στον πόνο, κ.ο.κ. Υπάρχει ένα κοινό στοιχείο παντού, το δράμα και η καταστροφή, είναι πως όμως προβάλλονται στην κάθε στιγμή. Ουσιαστικά κάθε μας τραγούδι, θέλουμε να ψιθυρίζει στο αυτί του κάθε ακροατή, να ταυτίζεται με κάτι που θα πούμε, τη μουσική μας ο κόσμος να την κάνει δική του. Είτε κάποιο κομμάτι μας είναι δυνατό και πομπώδες είτε απαλό και εσωστρεφές, θέλουμε να το χαρίζουμε, τη δική μας εμπειρία και σκέψη να την πάρει κι ένας άλλος και να βρει από μέσα τη δική του.
-Νιώθεις πως η μουσική για εσάς είναι κάτι σαν εξομολόγηση των συναισθημάτων σας;
Ναι, κατά κάποιον τρόπο. Το θέτεις πολύ ωραία, αλλά νομίζω πως πάει ένα στάδιο μετά. Είναι λιγότερο εξομολόγηση και περισσότερο εξιλέωση των συναισθημάτων μας. Είμαστε σαν το αντίθετο των social media. Εκεί ο κόσμο προβάλλει τον εαυτό του, βγάζει την καλύτερή του προβολή. Η μουσική μας από την άλλη είναι η ενδοσκόπηση πίσω από όσα κρύβονται. Ό,τι πιο σκοτεινό υπάρχει πίσω από αυτά. Ο καθένας έχει τα μυστικά του, τους δαίμονές του, τις μάχες του. Όλα αυτά λέμε εμείς στα τραγούδια μας, ειδικά σε αυτόν τον δίσκο όλο αυτό βγαίνει πιο ολοκληρωμένα, με τις σκέψεις μας κι όχι μόνο με βιώματα. Οπότε σε μια εξομολόγηση λες απλά όσα σε βασανίζουν, κρυφά. Εμείς τα εξιλεώνουμε και τα φωνάζουμε.
-Σχετικά με τον τίτλο του δίσκου, "Where Gods Fear To Speak", ποιο το νόημα από πίσω;
Ήταν ένας πολύ ωραίος τίτλος που σκεφτήκαμε, αρκετά απαιτητικός κατά τη δημιουργία, και βγήκε σαν μια φράση χωρίς κάποια δεδομένη απάντηση. Περισσότερο βγήκε σαν μια απορία του Dobber, σαν ένας εσωτερικός διάλογος. Σκέψου πόσος φόβος υπάρχει εκεί έξω, ακόμα και για τους θεούς. Τι μαυρίλα και τι σκοτάδι επικρατεί. Είναι ένας τίτλος πολύ δυνατός, φιλοσοφικά ορμώμενος, που σου δείχνει ότι ζεις έχοντας φόβο, για την σκέψη σου, την πίστη σου, καταδιώκεσαι για όσα αγαπάς και πρεσβεύεις. Είναι ένα ερώτημα για όσους υποφέρουν και πεθαίνουν για αυτά που πιστεύουν και νιώθουν, είτε είναι η θρησκεία, είτε η ιδεολογία τους, κόντρα σε κάθε κατεστημένο. Ο κόσμος έχει πάθος, ένταση, ζει δυνατά, και πολλές φορές αυτό κοστίζει. Μαχόμαστε για το τι είναι λάθος και τι σωστό, υπάρχει μια διαρκής σύρραξη για τη σκέψη. Αυτό είναι κυρίως που νιώθω σχετικά με τον τίτλο, γιατί όλα αυτά συμβαίνουν συνεχώς γύρω μας.
-Μέσα σε όσα λες, είναι και λίγο το κατάλοιπο που τελευταία ο καθένας κρίνεται, για τα σωστά και τα λάθος στο σήμερα και την ίδια τη σκέψη;
Υπάρχει πλέον ένα σταυροδρόμι που χωρίζει αυτά που σκεφτόμαστε, αυτά που θα έπρεπε να σκεφτόμαστε και αυτά που κάνουμε. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι σήμερα να φτιάξουμε τις ζωές μας όπως θα θέλαμε, σου πλασάρεται η τέλεια ζωή, και ταυτόχρονα ζεις στον περιορισμό της σκέψης σου, των συναισθημάτων σου και κυρίως της γαλήνης σου. Μπορεί να ακούγομαι παλιομοδίτισσα, αλλά νιώθω πως ζούμε αυτοματοποιημένα, τουλάχιστον εδώ στην Αμερική. Έχουμε απλά τους πόρους και την άνεση για να ζούμε ιδανικά, αλλά μας λείπει πλέον η σκέψη, γιατί κι αυτή κάπως πλασάρεται. Νιώθω πως φτάνουμε στο τέλος πιο γρήγορα απ'ότι περιμέναμε, γιατί όσο καινοτόμοι είμαστε με την τεχνολογία, τόσο περισσότερο παραμελούμε το μέσα μας, τόσο λιγότερο φροντίζουμε τον δίπλα μας. Μπορεί να επικοινωνούμε με τους άλλους παγκοσμίως, αλλά δε μας ενδιαφέρει τι γίνεται στην πόρτα μας. Για να μιλήσω και μουσικά, ελπίζω και ο δίσκος μας τώρα, και γενικά η τέχνη, να αποτελέσει σε αυτόν που θέλει ένα βοηθητικό εργαλείο για να ξεφύγει κάπως από όλο αυτό. Ο κόσμος κυρίως υστερεί από έμπνευση.
-Πηγαίνοντας μουσικά στα του δίσκου, υπάρχουν δύο guests, ο Mikael Stanne των Dark Tranquillity και ο Fernando Ribeiro των Moonspell. Πώς προέκυψε αυτό;
Με τους Moonspell είχαμε κάνει μια περιοδεία μαζί, και είχαμε δεθεί εξ αρχής. Γενικά στη μπάντα ήμασταν fans των Moonspell από παλιά, και προσωπικά είχα τη φωνή του Fernando πολύ μέσα στην καρδιά μου, τόσο για το εύρος της, αλλά κυρίως για αυτά τα απαλά και βαθιά γεμίσματα του που σε λιώνουν. Γενικά είχαμε κάνει μια κουβέντα όσο ήμασταν σε tour, πως τον θέλουμε για guest σε κάποιο τραγούδι μας, αλλά ακόμα δεν είχαμε κάτι στα σκαριά, παρόλα αυτά είχε δεχτεί. Όταν γράφαμε το "Run From The Light", είχα ήδη τον Fernando στο μυαλό μου, και με τη φωνή του για γνώμονα το δούλευα. Όντως τελικά δέχτηκε, όλα έγιναν πολύ γρήγορα και νιώθω πολύ χαρούμενη για το αποτέλεσμα. Όσον αφορά τον Mikael, προσωπικά είμαι μεγάλη fan των Dark Tranquillity εδώ και χρόνια. Όταν είχαν έρθει στην πόλη για μια συναυλία, είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε, να τα πούμε για περιοδείες, φεστιβάλ και πως ετοιμάζουμε νέα μουσική. Δέχτηκε την πρότασή μας για να τον έχουμε καλεσμένο, του άρεσε και το τραγούδι που του διαλέξαμε, ζήτησε κατευθυντήριες γραμμές και μας το είχε έτοιμο πάρα πολύ γρήγορα. Νιώθω πραγματικά γεμάτη που με αυτό το άλμπουμ, καταφέραμε το κάτι παραπάνω και είχαμε παρέα δύο τρομερούς επαγγελματίες, δύο από τα πρότυπα μας να μας συνοδεύουν. Ελπίζω κι ο κόσμος να το ευχαριστηθεί έτσι όπως το έχουμε δομήσει και που υπάρχει μέσα και η υπογραφή τους.
-Κάτι που επίσης μου αρέσει πολύ σε εσάς είναι που πρώτα βλέπετε τους εαυτούς σας σαν οπαδούς κι έπειτα σαν καλλιτέχνες. Πιστεύεις πως σε μπάντες που έχουν φτάσει στο σημείο να χτίσουν μια καριέρα, πλέον είναι σπάνιο να νιώθουν έντονα και σαν οπαδοί;
Δυστυχώς αυτό που λες είναι μια αλήθεια. Ζούμε σε μια εποχή που όλα γίνονται τόσο γρήγορα, τα social media μπαίνουν όλο και περισσότερο στη ζωή των καλλιτεχνών κι αυτό γίνεται αρκετά προσωποκεντρικό. Ταυτόχρονα κυκλοφορίες και περιοδείες τρέχουν συνεχώς, οπότε πολλές φορές κοιτάς μόνο τη μπάντα σου και δεν παρατηρείς τα τριγύρω. Πάντα θα πεις στην περιοδεία ή στο φεστιβάλ μια κουβέντα με άλλους μουσικούς, αλλά μπορεί να είναι γιατί σε γνωρίζει περισσότερο φυσιογνωμικά ή το όνομα της μπάντας σου, παρά αν έχει ασχοληθεί κανονικά να σε ακούσει. Φυσικά υπάρχουν και μουσικοί που ακούν συνεχώς κι άλλες μπάντες πιο καινούριες και ενδιαφέρονται πολύ για τη σκηνή, αλλά όταν η καθημερινότητα σε πιέζει, είναι πιο δύσκολο. Για παράδειγμα προσωπικά, λατρεύω να ακούω συνεχώς μουσική, και να πηγαίνω σε συναυλίες. Ακόμα και στην περιοδεία με τους Moonspell που ανέφερα προηγουμένως, καθόμουν με τον κόσμο σε κάθε συναυλία για να τους παρακολουθώ, γιατί κάθε ήχος στα venues είναι διαφορετικός, η ατμόσφαιρα είναι διαφορετική, το κάθε κοινό είναι διαφορετικό, και είναι πολύ ωραίο να το παρατηρείς. Βέβαια το να είσαι μουσικός, σημαίνει ότι αγαπάς τη μουσική και το στυλ που παίζεις, όλοι πρώτα είμαστε fans και μετά καλλιτέχνες, αλλά ναι, λόγω υποχρεώσεων και έλλειψης χρόνου, ισχύει πως οι μουσικοί πλέον δεν είναι τόσο ενεργοί ακροατές, και χάνουν ίσως λίγο από τον ρομαντισμό.
-Νομίζω πως οι διασκευές στο τέλος των δίσκων σας αποτελούν πλέον παράδοση. Πώς και ήρθε τώρα η στιγμή για το "Wicked Game" του Chris Isaak;
Είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια, και το τραγουδάω γενικά συχνά, και ήθελα να το διασκευάσουμε κάποια στιγμή, και στην ατμόσφαιρά του και με τον τρόπο που το παίξαμε νομίζω πως ταίριαξε απόλυτα στο νέο άλμπουμ. Το στόρι για αυτή τη διασκευή είναι πως όσο βρισκόμασταν στη Μπόγκοτα για τις ηχογραφήσεις, κάποια από τις τελευταίες μας μέρες ήμουν πάρα πολύ εξουθενωμένη και έψαχνα έναν τρόπο να αποφορτιστώ. Έτσι, πηγαίνω σε έναν άλλο χώρο του στούντιο που είχε πιάνο και ξεκίνησα να παίζω, και άρχισα να τραγουδάω το "Wicked Game". Ένας φίλος που ήταν στο στούντιο, μπαίνει μέσα βουρκωμένος και μου λέει αυτό πρέπει να το διασκευάσετε. Να σου πω την αλήθεια, στα σκαριά για διασκευή είχαμε κάποιο άλλο τραγούδι, αλλά το συζητήσαμε και είπαμε να κάνουμε τελικά αυτό. Mπήκαμε όλοι στο στούντιο και το παίξαμε σαν live ηχογράφηση. Το αποτέλεσμα νομίζω βγήκε πολύ μαγικό, πολύ συγκινητικό και το ίδιο το τραγούδι είναι πανέμορφο. Το φέραμε κι εμείς λίγο πιο στα μέτρα μας, το κάναμε και λίγο πιο αργό. Νομίζω πως έπρεπε όντως να γίνει αυτή η διασκευή, να μας θυμίζει μια φορτισμένη στιγμή, κάτι πολύ έντονο που θα αποτυπώσει μια ανάμνηση στη Μπόγκοτα. Να μπούμε σε μια "φούσκα" και να βγάλουμε τον εαυτό μας κόντρα σε κάτι που όντως πλανάραμε.
-Τέλος, βλέπεις εσύ, πως ειδικά στα τελευταία τρία άλμπουμ, οι Oceans Of Slumber έχουν βρει στο απόλυτο τον χαρακτήρα σαν μπάντα, κόντρα σε ταμπέλες ή υποείδη;
Νομίζω πως πάντα ο ήχος διαφορετικός από άλλα συγκροτήματα. Τώρα ίσως γίνεται και μοναδικός, και νομίζω πως αυτό έχει να κάνει με τη δουλειά και την εξέλιξη που θες να έχεις σαν μουσικός. Όσο περισσότερο ασχολείσαι και ψάχνεσαι, τόσο πιο πολλά αποτελέσματα θα έχεις. Εμείς δεν είναι πως το προσπαθήσαμε, απλώς η μουσική που έβγαινε μας άρεσε και θέλαμε να την πειράξουμε. Σίγουρα είμαστε διαφορετικοί, ειδικά στα τελευταία άλμπουμ, από αυτό που οι πιο πολλές μπάντες πλέον κάνουν, αλλά δεν είμαστε και διαφορετικοί από το σύνολο του σκληρού ήχου, νιώθω πως έχουμε πολλά γνώριμα στοιχεία γενικά με μπάντες. Μας αρέσει να ξεχωρίζουμε, ποιος ο λόγος άλλωστε να κάνεις τέχνη αν είναι να μοιάσεις τελικά με κάποιον άλλον; Συνεχίζουμε σε αυτόν τον δρόμο, και θέλουμε να βάλουμε την υπογραφή μας. Είμαστε ένα οικοσύστημα σαν μπάντα και ίσως μας βοηθάει, μπορεί να βρεις από τη μία death metal στοιχεία, ή κάτι σε πιο κλασικό heavy metal, και μετά να ακούσεις ένα πιάνο, να στο σπάει όλο αυτό, αλλά να φανερώνει και μια συνέχεια, ή σε αυτό το άλμπουμ τώρα υπάρχουν τζαζ στοιχεία, και soundtrack-ικά στοιχεία, όλα σε ένα metal πλαίσιο. Θέλουμε αυτή την ποικιλία κι αυτή θέλουμε να είναι η ταυτότητά μας. Θα δείξει μετά το μέλλον τι θα μας δώσει.
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου