Ο μήνας ξεκίνησε δυνατά, με την πρόσκληση στην προακρόαση για το ντεμπούτο του νέου σχήματος του Magus. Ο ίδιος, "δανείζει" το όνομά του σε ένα ολοκληρωμένο σχήμα, που εστιάζει με τον δίσκο του στην αποστροφή του Εωσφόρου-ευεργέτη προς την ανθρωπότητα. Το "Βυσσοδομώντας" επίσημα κυκλοφορεί στις 31 Οκτωβρίου, μια καθοριστική ημερομηνία, τόσο για τη μέρα του Halloween όσο και για την επέτειο της κυκλοφορίας του "To The Depths We Descend" των Necromantia.
Ο εγχώριος και ξένος Τύπος είχε δώσει ραντεβού στα Ignite Studios, με τον Magus σε ρόλο οικοδεσπότη να είναι ανοιχτός σε κουβέντες για την επερχόμενη κυκλοφορία του. Με έναν τίτλο, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε εκείνη τη μέρα ως "οίνος και ακούσματα", και πέρα του βασικού εγκεφάλου αυτής της νέας μουσικής "σέχτας", ο οποίος φαίνεται ακόμη πιο ανανεωμενος, παρέα βρισκόταν και ο συνοδοιπόρος του Βασίλης Ζόμπολας, κιθαρίστας της μπάντας, αλλά και ο γνωστός σε όλους μας Γιώργος Εμμανουήλ, σαν παλιός συμπαίκτης του στους Yoth Iria και στη δύση των Necromantia αλλά και παραγωγός για το "Βυσσοδομώντας" . Στον δεύτερο μάλιστα, ο Magus έκανε δώρο ένα σπαθί βασισμένο στο logo των Lucifer's Child, ολοκληρώνοντας την αναμονή για το listening session, και όλα τα της μουσικής. Έτσι από τη λάμψη των μαύρων κεριών, οδηγούμαστε στα σκοτεινά ενδότερα.
Την πρόγευση για το ντεμπούτο των The Magus, μας την είχε φέρει ήδη το "Lux Tenebrarum: The Illuminated Darkness", όντας αρκετά πιο heavy, εξωστρεφές με κλασικά black metal και μελωδικά ξεσπάσματα, που στο session το ακούσαμε τελευταίο. Οπότε, παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, και μέχρι να φτάσουμε στο φως, από το σκοτάδι, υπάρχει μακρύς δρόμος, περίπου μίας ώρας. Ο δίσκος και κανονικά και κατά την προακρόαση ξεκινά με το "This Is My Church", την απαγγελτική πλην απειλητική εισαγωγή, με στόμφο στην αφηγηματική φωνή του ιθύνοντα, σαν ένα αντι-Les Litanies De Satan, από το παρελθόν των Necromantia. Ευθύς αμέσως, το "The Fall Of Man" έρχεται καταιγιστικό με γρήγορες φόρμες, και κλασικομεταλικό υπόβαθρο, πίσω από το black metal που πρωταγωνιστει, τριγυρισμένο με συμφωνικά τελετουργικά στοιχεία και χορωδίες που δημιουργούν ένα απόκοσμο κολάζ και για τη συνέχεια. Σαν φυσική συνέχεια, το "Idolatrous Discord" έρχεται πιο γκρουβάτο και δυσαρμονικό, με τις πρώτες prog εισροές να κάνουν την εμφάνισή τους, ενώ τόσο όσο ήρθαν στο μυαλό με όλον αυτόν τον όγκο και την επική διάθεση θύμησης των Dimmu Borgir σε ένα πιο ζεστό και εσωστρεφές ελληνοπρεπές περιβάλλον, αλλά και των Dissection στα μπόλικα leads που γέμιζαν το κομμάτι, ενώ το καταλυτικό εκκλησιαστικό όργανο κάνει άλλο ένα τσεκ στην όλη μαυρίλα, που σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι είναι και το βασικό σημείο συνοχής μεταξύ των συνθέσεων του δίσκου. Εδώ έρχεται και η σειρά του ομώνυμου "Βυσσοδομώντας", σε ένα ακόμα ritualistic μοτίβο με το ρεφρέν να χτυπάει στο μυαλό με τις α καπέλα απαγγελίες, ενώ παίζει με doom καταβολές, σε ένα "πάντρεμα" μεταξύ των Rotting Christ με τους Candlemass, σπάζοντας το σερί του πρώτου μισού, και τονίζοντας την ατμόσφαιρα εκεί που πρέπει, με ερπετώδη φωνητικά, τεχνικά κοψίματα, ψιθύρους με ευλογίες στον "εξαποδώ" στα ελληνικά και ακουστικές πινελιές, ως την κατακλείδα από πιάνο ήχους.
Στον αντίποδα, το "Negative Renessaince" με κλασικές μαυρομεταλλικές και ατονικές διόδους, κάνει αισθητή την παρουσία της μπάντας, σε μια prog νοοτροπία που φαίνεται από την ευθεία αρχή, μέχρι τα ηχητικά και συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, τη νιχιλιστική και ψυχρή αντίληψη της μουσικής αλλά και σπασίματα γεμάτα πόνο, και ελληνικούς συμβολισμούς μεταξύ ζωής και θανάτου, που ταιριάζουν με το tremolo picking και την όλη ακρότητα που διαφάνηκε μέσα. Οδεύοντας σιγά σιγά στα πιο κινηματογραφικά πεδία του δίσκου, την αρχή την κάνει η πιο πειραματική σύνθεση του, που φρεσκαρει εν γένει και το metal σημερα, κάτι που είχε τη σύμφωνη γνώμη του Τύπου. Ο λόγος για το back story όπως είπε κι ο ίδιος ο Magus, για το "Give The Devil His Due" από το τελευταίο άλμπουμ των Necromantia, που εδώ αφήνει τον instrumental χαρακτήρα του, φτιάχνοντας κάτι νέο, ένα black metal blues δηλαδή, όπου η ιστορία του Φάουστ μας βρίσκει κάπου στη Νέα Ορλεάνη των 50s. Σε ήχους από μπαρ όπου μπουκάλια ανοίγουν, αναπτήρες ανάβουν και μια μπάντα κουρδίζει, οι κιθάρες φέρνουν τη "μεταλλικότητα" κι ο King Dude ως εκλεκτός καλεσμένος δίνει με τον βαθύ τόνο του το έναυσμα σαν αφηγητής, ενώ η βραχνάδα του Magus παίρνει το ρόλο του Μεφιστοφελή και του ανθρώπου που πούλησε τη ψυχή του. Όσο περνάει ο χρόνος, η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμα πιο ερεβώδης, με τις κιθάρες και τη συνοδεία των ρυθμών να φέρνουν έναν Sabbath-ικό τόνο, όσο μια χορωδία στολίζει ψαλμωδικά με τα λατινικά της όλο αυτό το σκηνικό, δίνοντας πάσα σε ένα αισθαντικό σόλο που με τη σειρά του φτάνει σε ένα καθαρό black τελείωμα, αντιλάλους στον "Πρίγκιπα Του Σκότους" και ακουστικές νότες για φινάλε, το οποίο στην καθαρή μορφή του άλμπουμ, είναι και ο επίλογος του ντεμπούτου.
Σε έναν πιο "βατό" δρόμο, με μια heavy δισολία και κοφτά riffs έρχεται το "The Peacock King", με τα χορωδιακά σημεία πάλι να πλαισιώνουν καταλλήλως, και να σκιαγραφούν όλη την αποκρυφιστική σχέση του παγωνιού και του ερπετού. Αρκετά εσωστρεφές μα και δυναμικό ταυτόχρονα, σπάει την πολυφωνία του υπόλοιπου συνόλου σε κάτι πιο "συνηθισμένο", με τα πλήκτρα να πατούν στα γνωστά ύφη που έχουμε γνωρίσει από τα άλλα έργα του Έλληνα μουσικού. Ευθύς αμέσως ένα ακόμα highlight αποτελεί το "Ama Lilith" όπου κατά τα λεγόμενα του Magus συμβολίζει τη σκοτεινή ενέργεια και τη δύναμη της γυναίκας, όπου μπορεί να φέρει καταστροφή αλλά και γέννηση. Μιλάμε για ένα άμεσο, γεμάτο εκρήξεις, ανυψωτικό τραγούδι με έντονο black/death χαρακτήρα, την Hel Pyre να δίνει πόνο πίσω από το μικρόφωνο κι ένα εντέχνως κολλητικό, πολυφωνικό ρεφρέν με υποβόσκουσες κιθαριστικές μελωδίες. Τίποτα δεν είναι όμως αρκετό, αν δε φέρει λίγο πλούτο, και έτσι ο Magus παίρνει θέση με μια επίκληση προς τη Λίλιθ, ενώ έπειτα τα tribal κρουστά, η αρχαία μας υπόσταση στο πρόσωπο της Λίλιθ, η Εκάτη, έχει τον δικό της ύμνο, σε ένα δραματικό, βγαλμένο από αρχαία τραγωδία ύφος προς αυτήν, επισημαίνοντας μέσα μου πως η μυθολογία και ο μυστικισμός είναι έννοιες αλληλένδετες.
Στο τέλος της ημέρας, αυτό που μένει από τον γράφοντα για το "Βυσσοδομώντας" και την one off ακρόαση του, είναι η δήλωση του Magus κατά την κουβέντα μας, πως έχει μια διαφορετική αντίληψη για το black metal, και η βάση του black metal για τον ίδιον είναι οι Celtic Frost, οι Bathory, oi Venom και οι Mercyful Fate. Χωρίς να σκέφτεται περαιτέρω για επιρροές κι ακούγοντας κι άλλα πράγματα τριγύρω, κράτησε μουσικά ότι του άρεσε με την αισθητική που χρειαζόταν. Μια αισθητική που προσωπικά φάνηκε να σκιαγραφεί την Άβυσσο. Αυτό το ανοιχτόμυαλο και ταυτόχρονα ειλικρινές quote είναι ένας καλός μπούσουλας για τη λογική του δίσκου, που αποτελείται από πολυσύνθετη, πολύπλευρη και ποικίλη λογική. Μπορεί τα λόγια μου βέβαια να είναι και φτωχά μέσα σε όλα όσα εκβάλλει το "Βυσσοδομώντας'' και το μεταφράζει με νότες, αλλά προϊδεάζω για κάτι grande, ένα σοβαρό ανοσιούργημα. Τα υπόλοιπα, στο τέλος του Οκτώβρη!
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου