Η βιομηχανία των comics στη χώρα μας είναι σαν το heavy metal. Παραγκωνισμένη κάπως από το ευρύ κοινό, αλλά πάντα κρυμμένη και ζωντανή στις κρύπτες των ανθρώπων που την αγαπούν πολύ. Πέρα από αυτό όμως, ένα ακόμα κοινό της συγκεκριμένης λογοτεχνικής κάστας με τον σκληρό ήχο, είναι τα διάφορα σκοτεινά και συνάμα μεγαλειώδη στοιχεία που μπορούν να συνυπάρξουν παρέα. Ένα από αυτά τα κόμικς είναι και το συγκλονιστικό Black Mass Rising, με μια βαμπιρική και στοιχειωμένη αισθητική, όπου ο "δικός" μας Theo Prasidis, εξωτερίκευσε τη φαντασία του. Σε ένα κλίμα που η μουσική έπαιξε μεγάλο ρόλο με τις λαογραφικές, πνευματώδεις και μυθιστορηματικές εκδοχές του Δράκουλα, ο Έλληνας graphic novelist μιλάει στο Metal View για το απόσταγμα της έμπνευσης και πόσες επιρροές τριγύρω έβαλαν το στίγμα τους, όσο επίσης, λίγα χρόνια πριν κυκλοφόρησε το αμιγώς metal λεξικό, Doomsters Monolithic Booklet Alphabet.
-Αρχικά θα ήθελα να σε ρωτήσω πώς προέκυψε η σύνθεση της ιδέας για το Black Mass Rising;
Γενικά τείνω να γράφω τις ιστορίες που θα ήθελα να διαβάσω σαν αναγνώστης. Ο κόσμος των κόμικς είναι ασύλληπτα πλούσιος και πολυδιάστατος από πλευράς ιστοριών, θεματικών, και αισθητικής, αλλά αντιλήφθηκα ένα κενό: δεν υπάρχουν αρκετά metal κόμικς. Οπότε ο στόχος μου ήταν αυτός, να κάνω ένα βιβλίο με ξεκάθαρη metal εικονογραφία. H ιδέα καθαυτή προέκυψε από τους πίνακες του σκοτεινού Πολωνού σουρεαλιστή Zdzisław Beksiński. Ενώ χάζευα μια μέρα έναν από τους φρικαλέους καθεδρικούς ναούς που έχει ζωγραφίσει, έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται τι ιστορία μπορεί να κρύβεται πίσω από ένα τέτοιο κολοσσιαίο βδέλυγμα. Έτσι γεννήθηκε το Black Mass Rising.
-Είχες κάνει κάποιο ταξίδι ή κάποια αναζήτηση για να μπεις σε ένα τόσο γλαφυρό και σκοτεινό feeling στη γραφή σου;
Η αλήθεια είναι ότι ναι, πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια έλαβα μέρος σε ένα σπουδαστικό πρόγραμμα Erasmus στο Cluj-Napoca της Ρουμανίας, στην καρδιά της Τρανσυλβανίας. Από τα ταξίδια που έκανα μέσα στους έξι μήνες που ήμουν εκεί μου έμειναν φοβερά έντονες εικόνες, και ήταν ζήτημα χρόνου να μπουν σε κάποια από τις ιστορίες μου. Η δημιουργία όμως του Black Mass Rising συνέπεσε με μια αρκετά δύσκολη περίοδο στην ζωή μου. Μέσα σε δύο χρόνια έχασα τέσσερις ανθρώπους από την οικογένειά μου, κι αυτό ενώ βιώναμε με την γυναίκα και τα παιδιά μου το σαρωτικό άγχος της πανδημίας, σε μια πόλη που χτυπήθηκε ανελέητα από αυτήν. Μένουμε κοντά στο Νοσοκομείο της Δράμας και θυμάμαι να ακούμε συνεχώς τις σειρήνες των ασθενοφόρων, κόσμο να οδύρεται στο προαύλιο του Νοσοκομείου, ακραία πράγματα. Ένα μετά-αποκαλυπτικό σκηνικό. Όλο αυτό το συσσωρευμένο πένθος διοχετεύθηκε σε αυτό το βιβλίο.
-Ήταν δύσκολο να φτιάξεις μια δική σου συνέχεια πάνω στο κλασικό Dracula του Bram Stoker;
Για την ακρίβεια ήταν πολύ εύκολο. Ήταν μια ιστορία που μου βγήκε άμεσα και αβίαστα, ίσως γιατί δεν άφησα το πρωτότυπο να με περιορίσει με κανέναν τρόπο. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για κανονικό sequel του βιβλίου του Stoker, αλλά για ένα δικό μου reimagining της μυθολογίας του Dracula. Μπορούν να εντοπιστούν αναφορές σε διάφορες διασκευές του παρελθόντος, από την ταινία-κόσμημα του Κόπολα, μέχρι Ιαπωνικές εκδοχές τύπου Vampire Hunter D και Castlevania, αλλά σε γενικές γραμμές οι επιρροές μου πηγάζουν από το συλλογικό ασυνείδητο μιας από τις εμβληματικότερες μορφές της ποπ κουλτούρας.
-Οι heavy metal επιρροές σου βοήθησαν σε αυτό το εγχείρημα;
Όχι απλά βοήθησαν, αλλά αποτέλεσαν έμπνευση αισθητικά, υφολογικά, και αφηγηματικά. Η μουσική ήταν πάντα παρούσα κατά την διάρκεια της δημιουργίας αυτού του βιβλίου.
-Υπήρχαν κάποια συγκεκριμένα ακούσματα κατά τη συγγραφή του graphic novel;
Για να μπω στο κατάλληλο mood άκουγα κυρίως δύο δίσκους: το αριστουργηματικό The Plague Within των Paradise Lost, και το ολόφρεσκο τότε The Heretics των Rotting Christ. Και οι δύο αντανακλούν τέλεια τις θεματικές του βιβλίου. Πάνω στο ίδιο το γράψιμο άκουγα πολύ funeral doom, γιατί νομίζω ότι είναι το είδος που ταιριάζει περισσότερο στο βιβλίο, σε αυτήν την βραδύκαυστη κατάδυση των ηρώων στην κόλαση. Συγκεκριμένα είχα λιώσει Bell Witch και Frowning. Επίσης αρκετό παγανιστικό black metal, όπως Negura Bunget και Wolves in the Throne Room. Τέλος, το εξ ολοκλήρου ακουστικό, αλλά παντελώς ανατριχιαστικό Canticles Of The Holy Scythe των LÜÜP του Στέλιου Ρωμαλιάδη, ήταν μια ακόμη σπουδαία πηγή έμπνευσης.
-Ποιο τοπ 6 τραγουδιών θα διάλεγες για κάθε κεφάλαιο του βιβλίου;
Λοιπόν, νομίζω το ‘χω, πάμε:
Chapter 1: Omul Negru / Negură Bunget - Pământ
Chapter 2: A Light in the Dark / Alcest - Percées De Lumière
Chapter 3: Calvariæ Locus / Paradise Lost - Beneath Broken Earth
Chapter 4: Ex Cathedra / Mortiferum - Eternal Procession
Chapter 5: Theophany / Stormkeep - A Journey Through Storms
Chapter 6: Dethronement / Celtic Frost - A Dying God Coming Into Human Flesh
-Υπάρχει κάποιος δίσκος ή μπάντα που θα διάλεγες εσύ προσωπικά να σε συνοδεύει κατά το διάβασμα του Black Mass Rising;
Το Mirror Reaper των Bell Witch είναι το τέλειο soundtrack για την ανάγνωση του Black Mass Rising, και δεδομένου ότι είναι ένα ενιαίο ενενηντάλεπτο τραγούδι, συμπίπτει και με τον συνολικό χρόνο ανάγνωσης του βιβλίου.
-Αγαπημένος καλλιτέχνης ή τραγούδι που να έχει θεματική τα βαμπίρ μπορείς να βρεις;
Type O Negative φυσικά. Είναι η τέλεια βαμπιρική μπάντα. Βασικά είμαι πεπεισμένος ότι ο Peter Steele έχει απλά αποσυρθεί σε κάποιο κάστρο κάπου στην ανατολική Ευρώπη, και παρέα με τις νύφες του αναμένει ψύχραιμα την επάνοδο των βρυκολάκων ως κυρίαρχων αυτού του κόσμου.
-Σχετικά με την κουλτούρα των κόμικς, βλέπεις το ελληνικό κοινό να έρχεται πιο κοντά με την πάροδο του χρόνου;
Σαφώς και τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν. Απλά η Ελλάδα έχει το εξής παράδοξο: όλη η κουλτούρα των κόμικς κινείται γύρω από τα cons της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Τότε κυκλοφορούν τα καινούργια βιβλία, τότε γίνονται οι αγορές, τότε μιλάει ο κόσμος για κόμικς. Θετικό μεν, όπως πολύ θετικές είναι και οι προσπάθειες που γίνονται σε μικρότερες πόλεις σαν η Λάρισα και το Ηράκλειο, γιατί το κοινό έρχεται σε επαφή με την σκηνή και εκπαιδεύεται στο μέσο, αλλά σε γενικές γραμμές παραμένουμε μια αγορά με μικρή δυναμική.
-Επίσης γιατί πιστεύεις πως οι μεταλλάδες, και εγχώρια αλλά και παγκοσμίως, είναι πιο κοντά στην geek κουλτούρα;
Έχει να κάνει με τον τρόπου κατανάλωσης του πολιτιστικού προϊόντος. Οι μεταλλάδες δεν είναι casual ακροατήριο. Δεν ακούνε μουσική περιστασιακά. Η μουσική είναι για αυτούς κάτι πολύ περισσότερο. Ενδιαφέρονται για την ιστορία της, για την δημιουργική διαδικασία, για τα μέλη των συγκροτημάτων που αγαπούν. Το heavy metal αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του, είναι τρόπος ζωής. Είναι αυτή η προσέγγιση, η προσέγγιση δηλαδή ενός fan, ενός ακόλουθου, ενός πιστού οπαδού, που τους συνδέει με το κοινό της geek κουλτούρας.
-Έχεις κάποιο προσωπικό αγαπημένο κόμικ σχετικό με το heavy metal;
Οι Μεταλλάδες του Άρη Λάμπου, ο Κήπος του Προφήτη του Gordon Blacksmith, και τα Belzebubs του JP Ahonen είναι ας πούμε η Αγία Τριάδα των μεταλλικών κόμικς, και τα αγαπάω και τα τρία. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί και να ανακαλυφθεί από τους αναγνώστες του Metal View το Murder Falcon από Image Comics, μια over-the-top περιπέτεια φαντασίας, όπου ο πρωταγωνιστής νικάει τερατώδη kaiju παίζοντας ριφφάρες στην ηλεκτρική κιθάρα του, ένας υπέροχος φόρος τιμής στο heavy metal, αλλά και τις θεραπευτικές του ιδιότητες στον ανθρώπινο πόνο.
-Τα επόμενα πλάνα σου;
Υπάρχουν διάφορα πρότζεκτ στα σκαριά, αλλά αυτό που πήρε τώρα σειρά είναι ένα graphic novel βουκολικού τρόμου στην ελληνική ύπαιθρο της εποχής της τουρκοκρατίας. Λογικά προς τα τέλη της χρονιάς θα το δούμε στα ράφια των κομιξάδικων.
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου