Λίγο πριν τη χαραυγή της Άνοιξης, από την άκρη του Βόρειου ημισφαιρίου, οι αγαπητοί Insomnium, κρύβουν τον ήλιο, ανάβουν τις δάδες τους και περπατούν στα νυχτερινά μονοπάτια, γεμάτα κρύες σκιές. Σε αυτό το περιβάλλον δε θα μπορούσαν να μη ζουν και μάγισσες, κι εκεί, κάπου στο 1696 οι Χριστιανοί αποφάσισαν να ανοσιουργήσουν ξανά σε ένα κλίμα σκοταδισμού και προκατάληψης. Για όλα αυτά, και με την κατάλληλη ηχητική υπόκρουση, το σχήμα από τη Χώρα των Χιλίων Λιμνών, αποφάσισε να μας μιλήσει καλλιτεχνικά.
Οι Φιλανδοί μας φέρνουν ένα βασανισμένο και εσωστρεφές άλμπουμ, όπου με φειδώ μας ανοίγει τα φύλλα του, ενώ δε λείπουν κάποιοι πειραματισμοί αλλά και διαφορετικές βλέψεις από τα συνηθισμένα. 'Ετσι, από την αρχή με μια ακουστική υπόκρουση και σαμανικά, σκοτεινά περάσματα, υποδεχόμαστε το ομότιτλο, που εν συνεχεία φέρνει πνιχτά black στοιχεία, πλάι στην ψύχρα και την τραχύτητα που ταιριάζει στον πόνο. Δίχως να αλλάζει η ατμόσφαιρα, συνεχίζουμε με το "White Christ" σε ένα σκηνικό πιο μελαγχολικό αλλά ταυτοχρόνως και πιο στοιχειωμένο, με τη δαιμονική έκφανση του Σάκη Τόλη να μας βάζει ακόμα καλύτερα στο κλίμα, σε αντίθεση με το δακρύβρεχτο πλην ερεβώδες " Godforsaken", που προφανώς δε ξεφεύγει από την πεπατημένη που μας έχει ήδη δοθεί, με τη σπαρακτική ερμηνεία της Johanna Kurkela να ανεβάζει τον πήχη, φαντάζοντας μας να είμαστε στην πυρά και να παρακολουθούμε τις εκτελέσεις αθώων. Από την άλλη το "Lilian" προσπαθεί να ελαφρύνει λίγο την όλη κατάσταση, με ζωηρές μελωδίες, τα κλασικά στοιχεία της ύστερης περιόδου της μπάντας, αλλά και με τα εκρηκτικά ξεσπάσματα που μας υπενθυμίζουν στο ύφος που βρισκόμαστε, ενώ οι riff-ολογίες που παίζουν μεταξύ παραμόρφωσης και καθαρότητας βάζουν ακόμα μια αλχημική ένωση μέσα, αυτή του folk στοιχείου με το κλασικό heavy metal.
Παραπέμποντας σε στιγμές του "Winter's Gate", το "Starless Paths" συνεχίζει πιστά στο concept του δίσκου, σε πιο επικούς δρόμους, και διακριτικές μελωδίες, μένοντας στο νέο πρόσωπο που θέλουν να δείξουν οι ίδιοι οι Insomnium, προκειμένου να φτάσουμε στο "The Witch Hunter", που αποτελεί την πιο trademark στιγμή της μπάντας σε αυτό το άλμπουμ. Κάτι επίσης πρωτοφανές θα συναντήσουμε στη συνέχεια ξανά, αλλά αυτή τη φορά θυμίζοντας τους συμπατριώτες τους, Amorphis, με το "The Unrest", ρίχνοντας τους ερεβώδεις τόνους τους, και θυμίζοντας στιγμές από το "Elegy", αλλά κομμένες και ραμμένες στο ύφος της εν λόγω πεντάδας. Έχοντας αφήσει όλη αυτή την black-ίζουσα αύρα κατά μέρος στο δεύτερο μισό του δίσκου, έρχεται ξανά στο τέλος, για να μη ξεχνιόμαστε, με το καταλυτικό "The Rapids", και την επιθετική του διάθεση, όπου μεταξύ άλλων κάνει και μια ανακεφαλαίωση σε έναν συνδυασμό ακουσμάτων για όσα προηγήθηκαν, χωρώντας ένα μαγευτικό κράμα, μέσα στα 8 τελευταία λεπτά της συνολικής διάρκειας.
Αυτό που μας αφήνει πίσω το σωτήριο έτος 1696 είναι στάχτη, αποκαΐδια και λιωμένη σάρκα. Εκτός όλων αυτών όμως η μαύρη τέχνη των Insomnium αναγάγει όλα αυτά σε κάτι ανθισμένο και όμορφο. Kαινοτόμοι και συνάμα γνώριμοι, οι λατρεμένοι κύριοι του Βορρά κρατούν την ταυτότητά τους, δίχως να κάνουν προφανείς επιλογές και safe λύσεις, Το απαύγασμα του σύγχρονου ακραίου ήχου βασίζεται τόσο στο συναίσθημα όσο και στην τεχνική αλλά και τον δυναμισμό, ενώ κάτι πολύ σημαντικό είναι το κομμάτι των επιρροών, από το παραδοσιακό και το post black metal μέχρι παραδοσιακές καταβολές αλλά και το death metal των 90s. Φιλτραρισμένο στο σήμερα με φλερτάρισμα στο χθες αλλά και όραμα στο αύριο, το ένατο πόνημα των Φιλανδών αγγίζει την αρτιότητα σφαιρικά.
(9/10)
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου