Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Sivert Høyem, μίλα μας για metal!

Μια διαφορετική από τα συνηθισμένα συνέντευξη, έκανε και το Metal View, αλλά και ο Sivert Høyem παρακάτω. Ο ίδιος, μόλις ξεκινάει η κλήση, λέει πως δε θα χαρακτήριζε τον εαυτό του μεταλλά. Ο γράφων, μέσα από αυτή την κουβέντα και το σκεπτικό του Νορβηγού καλλιτέχνη, βλέπει έναν οπαδό, πιο φανατικό και ανοιχτόμυαλό από τον μέσο όρο του νέου metal κοινού. Αφήνοντας στην άκρη αυτά όμως, ο ίδιος μιλάει μεταξύ άλλων για όλη την αγάπη του στο rock n roll φάσμα, το ενδιαφέρον του για το black metal, και αν οι θρυλικοί Madrugada ταιριάζουν με όλα αυτά. Παρακάτω όμως όλα παίρνουν ροή από τη μεγάλη εμφάνιση της μπάντας του στην Αθήνα, με αφορμή το "Chimes At Midnight" μέχρι τα πιο σκληρά του ακούσματα.


-Αρχικά, ποιες ήταν οι εντυπώσεις σας από την εμφάνισή σας στο Παναθηναϊκό Στάδιο;

Ω, τώρα, ήταν απίστευτα. Ήταν ίσως ό,τι μεγαλύτερο έχουμε κάνει ποτέ. Περιμέναμε πολύ καιρό για αυτό, μιας και κανονικά θα γινόταν το 2020, αλλά όπως είχε η κατάσταση με την πανδημία, ήταν ανέφικτο. Δουλέψαμε πάνω σε αυτό το show για περίπου έναν χρόνο, οπότε και η δική μας ανυπομονησία ήταν μεγάλη, χαχα. Στην Ελλάδα πάντα είχαμε ένα πιστό κοινό, αλλά ίσως το μεγαλύτερο που είχαμε καταφέρει ήταν ένα διήμερο με το Gagarin να είναι γεμάτο, το 2008. Τώρα φτάσαμε σε άλλο επίπεδο, και πόσο μάλλον σε έναν τόσο ιστορικό χώρο. Ήταν απίστευτο το συναίσθημα. Αξέχαστη εμφάνιση.

-Ένιωσες σαν rockstar πάνω στη σκηνή με τόσο κόσμο αποκλειστικά για εσάς;

Εννοείται πως ναι, χαχα!

-Mε βάση και το θέμα της συνέντευξής μας, στην εμφάνιση σας στην Αθήνα είδαμε πολλούς μεταλλάδες να έρχονται να σας δουν. Πώς το εξηγείς αυτό;

To προφανές που θα έλεγα είναι πως πολλοί, πιο νέοι κιόλας μας έμαθαν μέσα από τη φιλία που έχω με κόσμο από τον black metal χώρο, όπως τον Nergal και τους Behemoth, ή από τη Νορβηγία, με τόσα άτομα, και πόσο μάλλον από τη συνεργασία μου με τους Satyricon. Από την άλλη, ανέκαθεν υπήρχε μια τέτοια αλληλεπίδραση της μπάντας με αυτό το κοινό, και από τις πρώτες μας μέρες κιόλας, παίζαμε σε φεστιβάλ με διαφορετική μουσική από τη δική μας, όχι απαραίτητα με metal συγκροτήματα, αλλά με gothic μπάντες, όπως τους Sisters Of Mercy ή τους Cure. Μάλλον υπάρχουν αυτές οι λεπτές γραμμές που ταίριαξαν μεταξύ τους.

-Πιστεύεις ότι αυτή η σκοτεινιά που βγάζει η μουσική σας, να ταίριαξε με τα γούστα αυτού του κοινού;

Μπορεί, δε ξέρω. Πολλές φορές εξαρτάται και το είδος του metal που ακούς και ίσως να βρεις κοινά στοιχεία, αλλά επειδή η σκοτεινιά βρίσκεται κυρίως στον ακραίο χώρο, ίσως οι οπαδοί του black metal να βρήκαν κάτι τέτοιο, και μάλιστα τους θεωρώ πολύ ανοιχτόμυαλους ανθρώπους. Ξέρεις, ιδίως το Νορβηγικό black metal βασίζεται πολύ στις αισθήσεις, το κλίμα και τις διαθέσεις, κι αυτό είναι που με ιντρίγκαρε κι εμένα σε αυτόν τον ήχο και κόλλησα, ενώ πιο μικρός δεν ασχολούμουν ιδιαίτερα. Και η μουσική μας, παρόλο που δε βασίζεται στο metal, έχει να κάνει με το όλο mood και ίσως είναι ένα συστατικό που βοήθησε, και αποτέλεσε μια χρυσή τομή, από το metal στο δικό μας alternative rock.

-Ποιος καλλιτέχνης σου έβγαλε εσένα αυτό το rock star vibe που αναφέραμε;

Μακράν νομίζω οι Doors. Ήταν η μπάντα που μου έβγαλε αυτή την rockstar διάθεση που είπαμε πριν, και είναι και μια μπάντα που επηρέασε τους Madrugada. Φυσικά μου άρεσαν από όταν ήμουν στην εφηβεία μου και οι Black Sabbath ή οι Led Zeppelin, αυτή η δύναμη και η σκοτεινιά, αλλά η θεατρικότητα και η δραματικότητα του Jim Morrison έβγαζε μια άλλη ποιότητα. Όλοι αυτοί επηρέασαν και το hard rock και το metal, από τον Alice Cooper και τους The Stooges μέχρι τον ακραίο ήχο. Είναι αυτή η ένδειξη της μαυρίλας και της μελαγχολίας. Αυτοί με έκαναν να νιώσω την ουσία αυτής της μουσικής, μπορεί να μην ακούω τόσο Doors, πλέον αλλά ξέρεις είναι στην καρδιά μου, χαχα.

-Μιλώντας για τους Doors και τους Led Zeppelin, ένιωσες κάτι ξεχωριστό ηχογραφώντας το τελευταίο σας άλμπουμ, στο μέρος που και οι ίδιοι έβγαλαν δισκους τους;

Αρχικά αυτό το studio έχει από μόνο του μια άλλη αισθητική, και ένα άνετο περιβάλλον για να ανοίξει το μυαλό σου και να βγάλεις τον καλύτερό σου εαυτό. Δε ξέρω αν υπήρχε μέσα μου μια τέτοια σκέψη, και το ένιωσα αυτό, αλλά ανοιχτά, την ώρα που ήμουν εκεί, ένιωθα πιο προσηλωμένος στον στόχο μου. Ήταν ένας δίσκος επιστροφής, κάτι μεγάλο που δε θέλαμε καθόλου να τα σκατώσουμε χαχα. Όλο το Hollywood βέβαια σου βγάζει την Αμερική που θα ήθελες να έχεις στο μυαλό σου, βγαλμένη από μουσική και ταινίες, και το studio δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Τώρα που μιλάμε μου βγαίνει αυτή η νοσταλγία και ξέρεις ότι εκεί πάτησαν το πόδι τους τόσοι σπουδαίοι που άκουγες εσύ παιδί, από τους Rolling Stones μέχρι τους Van Halen. Έχω τραγουδήσει στο ίδιο μικρόφωνο με τον Jim Morrison εκεί που έβγαλε τους πρώτους του δίσκους ή παίξαμε στο ίδιο σημείο με τους Zeppelin. Επίσης και ο Prince είχε γράψει όλους του τους δίσκους εκεί. Σου έρχονται όλα εκ των υστέρων, και πόσο μάλλον όταν έχεις τον δίσκο έτοιμο, στα χέρια σου.

-Επιστρέφοντας ξανά δισκογραφικά με τους Madrugada, και ηχογραφώντας τον δίσκο σας σε αυτό το στούντιο, ένιωσες να περνάει η μπάντα μια δεύτερη νεότητα;

Ίσως έτσι θα έπρεπε να είναι η πρώτη μου. Πραγματικά μέσα μου δεν άλλαξε κάτι ριζικά, αφού όταν επανενωθήκαμε το 2019 ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Από την άλλη όμως, επειδή νεότερος τα έβλεπα όλα να περνούν γρήγορα και ήμουν και πιο φιλόδοξος, τώρα νιώθω μια χαλαρότητα και μια άνεση σε ό,τι κάνω και πάνω στη σκηνή. Ήταν βασικά σαν να δόθηκε μια νέα ευκαιρία στη μπάντα. Οπότε, ενώ όλα κύλησαν ωραία και φυσικά, τα βλέπω με ένα άλλο μάτι, ίσως και πιο ρομαντικά κι απελευθερωμένα τώρα.

-Μέχρι να έρθουν οι Madrugada στη ζωή σου, η αγάπη για τη μουσική, το rock ή το metal πώς προέκυψαν;

Πέρα από τους Doors που νιωθω ότι με συνόδευαν από παιδί, από πολύ μικρός είχα μάθει τις πρώτες μου metal μπάντες όπως τους Iron Maiden που ακόμα είναι από τους αγαπημένους μου, και τους Metallica προφανώς, οπότε έτσι έμαθα αυτή τη μουσική. Παράλληλα λάτρευα και το παλιό prog rock των Marillion και των Genesis. Ποτέ δεν είχα κολλήματα στη μουσική μου γενικά, μπορεί από εκεί που άκουγα Manowar να πήγαινα στους Velvet Underground, ή από τους Metallica στον Nick Cave, ή στον Lou Reed. Ίσως αυτή η αγάπη για διάφορα είδη μουσικής και διάφορα πρίσματα να με έκαναν να μου αρέσει και το alternative πολύ. Δε νομίζω πως οι Madrugada έχουν πολλά κοινά με το metal, αλλά σίγουρα βλέπεις από που αντλήσαμε επιρροές και ιδέες σαν άνθρωποι. Το black metal από την άλλη ήρθε λίγο πριν βγάλω το τέταρτο σόλο άλμπουμ μου, το "Long Slow Distance", κοντά στο 2010, όπου μετά από καιρό είχα ξανακολλήσει με τους Black Sabbath, μιας και είχα βαρεθεί όλα όσα άκουγα πριν, και έτσι από περιέργεια και πειραματισμό, μπήκα λίγο πιο σοβαρά στο πρώιμο black metal. Ακόμα και σήμερα το αγαπημένο μου άλμπουμ είναι το "Filosofem" των Βurzum. Ξέρω πως ο άνθρωπος είναι τρελάρας, αλλά η μουσική που άφησε πίσω του είναι χαρακτηριστική, σε χτυπάει στο κόκκαλο κατευθείαν. Το ίδιο ισχύει και με το "Deathcrush" των Mayhem, αυτή η lo-fi ηχητική του, βγάζει μια αγριάδα, μια επιθετικότητα ένα απόκοσμο κλίμα. Νομίζω μαζί με τους Sabbath είναι ο πιο εύκολος τρόπος να μαυρίσω μέσα μου, χαχα. Το "Long Slow Distance" έχει βαθιά επιρροή από το Νορβηγικό black metal των 90s, αυτή η σπαρακτική, ωμή και μαύρη διάθεση. Από εκεί και πέρα άρχισα να ακούω και παραπάνω στο είδος, και περίπου ένα-δύο χρόνια μετά ήρθε και η πρόταση του Sigurd από τους Satyricon, έχοντας ακούσει στην κρατική τηλεόραση της χώρας να τραγουδάω το ομώνυμο τραγούδι, και κάπως του έκανα κλικ, έπιασε το μήκος κύματος μου, χαχα. Έτσι μου έδωσε χώρο να γράψω και το "Phoenix" και να τραγουδήσω μαζί τους. Ήταν έξω από τα νερά μου στην αρχή, αλλά αποτέλεσε μια ιδιαίτερη εμπειρία. 


-Νομίζω με κάτι τέτοιες λεπτομέρειες το black metal έκανε το άνοιγμα του στο ευρύτερο κοινό, μιας και στα 90s δεν ήταν έτσι...

Ναι, ήταν μια δική τους κλίκα τότε, αλλά βλέπεις μπάντες σαν τους Dimmu Borgir ή τους Enslaved ή άτομα σαν τον Gaahl και τον Nergal που έχουν ένα εύρος ιδεών και στοιχείων, που ξεφεύγει από τη μονοδιάστατη πλευρά του ήχου και τους αρέσουν πάρα πολλά είδη μουσικής. Νιώθω ακόμα μέσα μου σαν "τουρίστας" στο black metal, αλλά με όσους έχω συναναστραφεί στη σκηνή, έχουν μια μεγάλη γκάμα από μουσικά γούστα και ιδέες και είναι ενδιαφέροντες σαν χαρακτήρες. Θα ήθελα πάρα πολύ να γνωρίσω τον Fenriz, μιας και οι Darkthrone είναι από τις πιο ιδιαίτερες και αγαπημένες μου Νορβηγικές μπάντες, και ξέρω πόσο γνώστης της μουσικής είναι. Έχω γνωρίσει τον Nocturno Culto μέσω του Satyr, που είναι πραγματικά πιστός στις αξίες της μουσικής του, και έχουμε αράξει να μιλάμε για τους παλιούς Maiden, ή τους Rolling Stones. Πραγματικά αυτός ο χώρος αποτελείται από ανθρώπους που είναι ακόμα οπαδοί της μουσικής, θα ανατρέξουν στα παλιά, θα ψαχτούν και με κάτι νέο. Λατρεύω όποτε περνάω χρόνο μαζί με κάποιον από αυτούς. Ξέρεις, είναι τελείως διαφορετικοί, από αυτό που ήταν κάποτε και βλέπουμε στα ντοκιμαντέρ, χαχα. Όσο μεγαλώνουμε αλλάζουμε, απλώς κάποιες αξίες μένουν. Ήταν λίγο πιο μελώ και ευέξαπτοι τότε χαχα. 

-Θυμάσαι καθόλου τις ειδήσεις της εποχής για τους εμπρησμούς, τις δολοφονίες και το inner circle;

Ω ναι, ήταν μεγάλο θέμα για μία χώρα σαν τη Νορβηγία, να γίνεται κάτι τέτοιο μαζικά. Προφανώς αποτέλεσε και είδηση διεθνούς ενδιαφέροντος, κάτι που ώθησε και περισσότερο κόσμο να μάθει για το είδος, και σίγουρα κάπως έτσι έγινε μεγαλύτερο και διασημότερο. Στη Νορβηγία υπήρχε ήδη το κοινό που ήξερε και ακολουθούσε αυτές τις μπάντες. Ήταν κι αυτό ένα κομμάτι του ακραίου χαρακτήρα του black metal. Θυμάμαι ήμουν πιτσιρικάς και το έβλεπα στην τηλεόραση, κυρίως με τους εμπρησμούς των εκκλησιών. Να πω την αλήθεια, δε με είχε πονέσει και πάρα πολύ, χαχα.

-Εσύ, στο να συνεργαστείς με δύο καλλιτέχνες που έχουν ασχοληθεί με το ακραίο metal, το θεώρησες σαν πρόκληση;

Σίγουρα το να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ πως θα πάει αυτό, ναι, ήταν έξω από τα νερά μου, με βοήθησε πως και οι δύο ήξεραν τη μουσική μου, και πήγαν αναλόγως. Με τον Nergal στους Me And That Man ήταν πιο εύκολα τα πράγματα, γιατί ο ήχος τους παραπέμπει λίγο στον δικό μας, έχει και αυτή την αμερικάνικη blues rock επιρροή, οπότε εκεί τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Ήταν το κομμάτι έτοιμο, έγραψα τους στίχους και το τραγούδησα. Μου αρέσει που θα δεις συνεργασίες με καλλιτέχνες από όλα τα είδη του rock και του metal, παίζοντας κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Με τους Satyricon το θεώρησα λίγο πιο ρίσκο. Εκεί υπήρχαν έτοιμα δύο riffs, ένα αργό, βαρύ, πολύ Sabath-ικό, και ένα mid tempo, λίγο πιο ζωηρό και τραχύ. Με ρώτησαν πιο θα επέλεγα, τους είπα το δεύτερο, κι αυτό έγινε το "Phoenix". Ξέρω το mid tempo στο metal συνηθίζεται, αλλά για το black metal, και με τη δική μου φωνή θα ήταν κάτι σαν μπαλάντα, χαχα. Δουλέψαμε πολύ για αυτό το τραγούδι, μάλλον ήταν και κάτι πρωτόγνωρο και για τους ίδιους. Σίγουρα ήταν μία μοναδική κι αυθεντική συνεργασία, που δημιούργησε και μια φιλία στη συνέχεια.

-Πώς εμπνεύστηκες για τους στίχους αυτών των δύο τραγουδιών;

Το "Phoenix" ήταν ένα κομμάτι που αποτυπώνει τη δική μου οπτική για το black metal, και πως αυτό με ανανέωσε με τις σκέψεις που έκανα όταν άκουγα αυτή τη μουσική. Ήθελα να βάλω μέσα στοιχεία πιο παγανιστικά και φολκλορικά, να εκπέμπει έναν μυστικισμό, και φυσικά πως όλα αυτά εκπέμπουν στη φύση. Έφτιαξα στο μυαλό μου εικόνες με την άγρια φύση της Νορβηγίας, κι όλα αυτά που προανέφερε, πριν έρθει ο Χριστιανισμός και τα εξαλείψει. Αυτό είχα στο μυαλό μου, κάτι πιο απόκοσμο, μεταφυσικό και φυσιολατρικό. Είναι κάτι που κι εμένα μoy εξάπτει το ενδιαφέρον, και νομίζω ταίριαξε ωραία. Από την άλλη στους Me And That Man, ήταν κάτι πιο στάνταρ στιχουργικά, ένα προσωπικό, εσωστρεφές κομμάτι, με λίγο ρομαντισμό, πιο κοντά στα κλασικά μου μονοπάτια.

-Προσωπικά έχεις σκεφτεί διασκευές κομματιών των Madrugada σε μια metal εκδοχή τους;

Ω ναι σίγουρα. Νομίζω το "Sirens" θα μπορούσε να γίνει metal κομμάτι, θα είχε διαφορετική δυναμική, αλλά πάλι νομίζω θα ήταν ιδιαίτερα αισθαντικό και σκοτεινό. Θα μπορούσε να γίνει σαν το "Red On Maroon" από τη σόλο μου πορεία, που κι αυτό από μόνο του, θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο δυνατό, κοντά στο κλασικό black metal. Ακόμα και το "Step Into This Room" το φαντάζομαι έτσι, χαχα. Είναι όλα θέμα ενορχήστρωσης.

Προσωπικά θα φανταζόμουν και το "Stange Colour Blue" να γινόταν πιο black metal, στο στυλ του "Freezing Moon" ή το "Bloodshot Adult Commitment" πιο κοντά στον ήχο των Motorhead...

Ουάου, τέλειο. Τι κομμάτι το "Freezing Moon". Όντως θα του πήγαινε αυτός ο ήχος. Και στο "Bloodshot..." κάτι δυναμικό και κλασικό, ναι. Είναι όλα πως θα τα δεις στην κιθάρα, στο τέλος, όλα ταιριάζουν με κάτι άλλο...

-Γενικά, ένιωθα ότι, ενώ φαινομενικά οι Madrugada δε μοιάζουν με metal συγκρότημα, έχουν κάτι που τους παραπέμπει εκεί. Δεν πιστεύεις ότι έστω και αμυδρά υπάρχει αυτό στη μπάντα;

Οι λεπτομέρειες ίσως και να παραπέμπουν εκεί. Προσωπικά, αν ισχύει δε θα ευθύνομαι εγώ σε αυτό, χαχα, δεν είχα βάλει τόσο τις βάσεις των Madrugada γύρω από το metal. Aυτός όμως που θα μπορούσε να έχει βάλει το χέρι τους, είναι ο Robert Burås. Ο ίδιος άκουγε metal πριν ξεκινήσω εγώ, ήταν φανατικός με τη μουσική, πολύ πριν εντρυφήσει στο blues και το alternative. Μπορεί να ακούγαμε μαζί Ιron Maiden, αλλά του άρεσαν πολύ οι Slayer, και έπαιζε συνέχεια στην κιθάρα. Από τις αγαπημένες του τεχνικές ήταν το tremolo picking, και μάλιστα ο ίδιος ήταν φίλος με τους Satyricon, και έδειχνε στον Sigurd διάφορα πράγματα και τεχνικές για την κιθάρα. Του άρεσε και το hard rock πολύ, και τα παλιά extreme σχήματα. Οπότε αν βλέπεις τέτοια στοιχεία και επιρροές, σίγουρα προέρχονται από εκείνον.

-Θα έλεγες ναι σε άλλη metal συνεργασία;

Σίγουρα ναι. Θα έκανα πολλές ακόμα, μου αρέσει. Ναι και πάλι ναι! 

-Υπάρχει κάτι κατά νου;

Δε ξέρω, αλλά θα μου άρεσε ξανά ένα ενδιαφέρον πείραμα γύρω από αυτούς τους ήχους. Ακόμα και στο black metal. Είμαι εντυπωσιασμένος από τους Gaahls Wyrd για παράδειγμα, πως συνδυάζουν το black metal με το παλιό ροκ και το heavy metal, κι ο Gaahl έχει απίστευτες φωνητικές ικανότητες, από τα growls μέχρι τα καθαρά του. Είναι η μπάντα που τελευταία ταιριάζει απόλυτα στο στυλ μου. Είναι τρομακτικός, άγριος, σκοτεινός, μελαγχολικός. Τα έχει όλα. Θα μου άρεσε να συνεργαστώ μαζί του, χαχα. 

-Τέλος, ποια είναι τα πλάνα των Madrugada για τη συνέχεια;

Το καλό με αυτή τη φάση των Madrugada είναι πως δεν υπάρχει ούτε πίεση ούτε βιασύνη. Συνεχίζουμε τις περιοδείες μέχρι το τέλος του επόμενου καλοκαιριού, και παράλληλα ετοιμάζω τον επόμενο σόλο δίσκο μου, ο οποίος θα είναι πιο ατμοσφαιρικός. Μεταξύ άλλων σχεδιάζουμε μια επιστροφή στην Ελλάδα, σε έναν πιο μικρό χώρο όμως, για το επόμενο καλοκαίρι, κι ελπίζω να πάει καλά. Ίσως να τα ξαναπούμε τότε.

Γιάννης Χαρτζανιώτης


Δεν υπάρχουν σχόλια: