Ένα από τα συστατικά που οι Moonspell έχουν στο αίμα τους, είναι το ρίσκο. Η μπάντα που πάντα λατρεύει να αναμιγνύει τη σκοτεινιά της με τους πειραματισμούς στον ήχο της, πέρσι το έκανε με τη συνοδεία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Λισαβόνας. Φέτος, αυτό κυκλοφορεί ως "Opus Diabolicum", απολύτως ταιριαστά και δικαιολογημένα, ανήμερα του Halloween. Ο τραγουδιστής των Πορτογάλων θρύλων, Fernando Ribeiro είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και φιλοσοφημένους συνομιλητές που μπορεί κανείς να πετύχει, και μιλάει στο Metal View για το ιδιαίτερο αυτό εγχείρημα, όσα το περικλύζουν καθώς και τι απωθημένα ή σκέψεις υπάρχουν σε αυτή την μακρόχρονη πορεία.
-Καταρχάς, πόσο καιρό είχατε στο μυαλό σας να παίξετε μαζί με μια συμφωνική ορχήστρα;
Όχι για πολύ καιρό. Ήταν περισσότερο μια ευκαιρία, παρά μια επιθυμία του συγκροτήματος. Ήμασταν αρκετά ικανοποιημένοι κάνοντας τη μουσική μας· ξέρεις, κατά τη διάρκεια της πανδημίας συνέβησαν πολλά πράγματα και οι μπάντες βρέθηκαν σε μια κατάσταση που αντιμετωπίζαμε πραγματικά το μεγάλο άγνωστο, δεν ξέραμε τι θα γίνει με το συγκρότημα. Έτσι αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες και να κάνουμε πράγματα που δεν είχαμε κάνει ποτέ πριν, σαν να επρόκειτο να είναι η τελευταία μας φορά. Βλέπαμε τη μπάντα μας να διαλύεται, με τις περιοδείες να ακυρώνονται και ό,τι άλλο συνέβαινε. Έπρεπε, λοιπόν, να την ξαναχτίσουμε από την αρχή. Ένα από τα project που είχαμε ήταν όταν μας κάλεσε η διοργανώτρια του Meo Arena... η Meo Arena είναι η μεγαλύτερη αρένα για συναυλίες στην Πορτογαλία, με χωρητικότητα 18.000 ατόμων. Μας προσκάλεσε να παίξουμε εκεί, όχι με 18.000 θεατές φυσικά, αλλά με περίπου 5.000. Ήταν μεγάλη πρόκληση, γιατί εκεί παίζουν συγκροτήματα όπως οι Dream Theater, Iron Maiden, Slipknot και γεμίζουν όλο τον χώρο. Οι Moonspell, φυσικά, είμαστε μικρότερου μεγέθους συγκρότημα. Ήμουν έτοιμος να πω «όχι», αλλά τελικά είπα «ναι». Και αμέσως είπα ότι πρέπει να κάνουμε κάτι ξεχωριστό. Σκέψου τι ευκαιρία ήταν για εμάς, κι ως απλοί μεταλάδες. Ήμουν ήδη σε επαφή με τον μαέστρο Vasco από τη Sinfonietta και θέλαμε να συνεργαστούμε. Έτσι αποφάσισα ότι ήταν η τέλεια ευκαιρία. Δεν θέλαμε να το κάνουμε υπερβολικά “μεγάλο γεγονός”. Ήταν απλώς καιρός οι Moonspell να παίξουν μια μεγάλη συναυλία στην πατρίδα μας, αλλά και να εμπνευστούμε για το νέο άλμπουμ, το οποίο μόλις τελειώσαμε να γράφουμε. Έπρεπε να κάνουμε πράγματα για να μείνουμε στο επίκεντρο των θαυμαστών, να κρατήσουμε τον εαυτό μας απασχολημένο και ενωμένο ως μπάντα. Και τελικά όλα πήγαν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι περιμέναμε. Το αποτέλεσμα, η χημεία ανάμεσα στο συγκρότημα, την ορχήστρα και τον μαέστρο, οι ενορχηστρώσεις, η συναυλία, όλα μαζί βγήκαν εξαιρετικά. Τώρα που το βλέπω ολοκληρωμένο, νιώθω περήφανος. Ήμουν μέρος όλης της διαδικασίας από την αρχή. Το ανακοινώσαμε το 2023, τη νύχτα του Halloween, μια παράδοση που έχουμε στην Πορτογαλία όταν δεν περιοδεύουμε. Χρειάστηκε περίπου ένας χρόνος προετοιμασίας, έξι μήνες δουλειάς με τον μαέστρο, τον ενορχηστρωτή και την ορχήστρα. Όλα έγιναν σχετικά γρήγορα και τώρα, σχεδόν έναν χρόνο μετά, έχουμε το τελικό αποτέλεσμα ... το live άλμπουμ και το DVD. Νομίζω ότι είναι ένα σπουδαίο ντοκουμέντο. Ίσως να μην είναι αυτό που θα μας χαρακτηρίσει ως μπάντα, αλλά σίγουρα είναι κάτι για το οποίο είμαστε πολύ περήφανοι.
-Νομίζω επίσης ότι για το συγκρότημα, όλη αυτή η εμπειρία να παίξετε με συμφωνική ορχήστρα είναι κάτι μνημειώδες. Η ημερομηνία της ζωντανής εμφάνισης και της κυκλοφορίας επιλέχθηκε συνειδητά να είναι ανήμερα του Halloween;
Ναι, φυσικά. Είναι σαν μια μικρή γιορτή για εμάς. Πολλοί λένε ότι το Halloween είναι αμερικανική γιορτή και καθαρά εμπορική. Αν το δεις έτσι, πράγματι είναι. Όμως είναι και μια ωραία μέρα, όπου όλοι μπορούν να γιορτάσουν πράγματα που αγαπάμε, λυκάνθρωπους, μάγισσες, τον Φρανκενστάιν, όλο αυτό το στοιχείο του τρόμου. Επιπλέον, το Halloween και το Samhain έχουν πολύ βαθιές ρίζες στην ευρωπαϊκή κουλτούρα. Υπήρχαν πριν καν υπάρξει θρησκεία. Δεν μπορείς, λοιπόν, να πεις ότι είναι μια “χαζή” ή “ασήμαντη” νύχτα. Για τους Moonspell, όταν μεγαλώναμε ως συγκρότημα, ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά μας ήταν να περιοδεύσουμε με τους Type O Negative και το κάναμε. Ήμασταν τεράστιοι θαυμαστές τους, και πάντα γιόρταζαν το Halloween με μια συναυλία στη Νέα Υόρκη. Μου φαινόταν μια υπέροχη παράδοση και όταν ο Peter Steele πέθανε και το συγκρότημα διαλύθηκε, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε αυτή την ιδέα, δεν είναι δική μας, είναι δική τους. Έχουμε ήδη κάνει πολλές τέτοιες συναυλίες και είναι πάντα πολύ επιτυχημένες. Είναι μια ημερομηνία όπου έρχονται άνθρωποι όχι μόνο από την Πορτογαλία, αλλά και από το εξωτερικό, γιατί ξέρουν ότι οι Moonspell θα παίξουν κάτι ξεχωριστό, μια μοναδική βραδιά. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε αυτή τη μέρα, το Halloween, κάτι σαν δική μας γιορτή των Moonspell. Γι’ αυτό και συνειδητά επιλέγουμε να κυκλοφορούμε πράγματα εκείνη τη μέρα. Είναι μια όμορφη ημερομηνία για κυκλοφορία. Δυστυχώς, οι ημερομηνίες δεν ταίριαξαν πάντα· για παράδειγμα, το Opus Diabolicum ηχογραφήθηκε στις 26 Οκτωβρίου, επειδή η αρένα ήταν πιασμένη στις 31. Αλλιώς, θα το είχαμε κάνει ανήμερα του Halloween. Οπότε ναι, είναι πολύ συμβολικό για εμάς και απόλυτα συνειδητή επιλογή.
-Ποια ήταν η πρώτη σου αίσθηση όταν ανέβηκες στη σκηνή και πίσω σου υπήρχε μια ορχήστρα που έπαιζε, και το κοινό ήταν τριγύρω;
Είμαι αρκετά χαλαρός τύπος και λατρεύω να παίζω ζωντανά, αλλά δεν αφήνομαι υπερβολικά στον ενθουσιασμό, γιατί αυτό μπορεί να βλάψει την απόδοση, τη συγκέντρωση και την εστίασή σου. Για μένα, το να παίζω ζωντανά είναι κάτι τελετουργικό. Είναι και μια ψυχική κατάσταση· όταν βρίσκεσαι στη σκηνή, πρέπει να είσαι στο καλύτερό σου, στη θέση που σου αξίζει. Είσαι ένα κομμάτι ενός παζλ που περιλαμβάνει πολλούς άλλους ανθρώπους. Ήμασταν πολύ ενθουσιασμένοι γι’ αυτή τη συναυλία, γιατί πρώτη φορά ακούγαμε τη μουσική μας παιγμένη με αυτόν τον τρόπο. Η μουσική μας, όσο “επική” κι αν είναι, πάντα ηχογραφούνταν εικονικά ή με λίγα πραγματικά όργανα να τη συμπληρώνουν. Είχαμε δουλέψει με το τουρκικό σύνολο εγχόρδων στο Extinct, αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Αυτό που ήθελα περισσότερο ήταν η ορχήστρα να διασκεδάσει πάνω στη σκηνή με ένα metal συγκρότημα κάτι που οι συγκεκριμένοι μουσικοί δεν είχαν ξανακάνει. Ήθελα επίσης να λειτουργήσω σαν τελετάρχης, να επικοινωνώ με τον κόσμο, να εξηγώ, να ευχαριστώ, να κάνω τους πάντες μέρος της παράστασης. Γι’ αυτό μιλούσα τόσο πολύ ανάμεσα στα κομμάτια. Φυσικά ένιωσα υπέροχα, αλλά εξίσου υπέροχα ένιωσα όταν κατέβηκα από τη σκηνή και ήξερα ότι η δουλειά είχε γίνει, ότι ο κόσμος το λάτρεψε, ότι θα υπήρχε DVD και live άλμπουμ. Ήταν μια αίσθηση αποστολής εκπληρωμένης. Υπάρχουν βέβαια κι άλλα πράγματα που με ενθουσιάζουν περισσότερο. Μερικές φορές βρίσκεσαι σε ένα μικρό club, όλοι ιδρώνουν, ο ήχος βουίζει στ’ αυτιά σου, και νιώθεις την ενέργεια του πλήθους αυτό είναι μαγικό. Η νέα μας μουσική επίσης με συναρπάζει. Όσον αφορά το Opus Diabolicum, παρόλο που είχα ακούσει πολλές ιστορίες για δυσκολίες με κλασικούς μουσικούς, η εμπειρία μας δεν ήταν έτσι. Ήταν απαιτητική, αλλά ειρηνική. Έτσι ένιωθα ανεβαίνοντας στη σκηνή: ήμουν ήρεμος, γαλήνιος.
-Σε αυτή τη συναυλία δώσατε βάρος αρκετά στο "1755". Νομίζω πως όλο το άλμπουμ, στη στούντιο εκδοχή του, έχει έντονη συμφωνική επιρροή. Ήταν αυτός ο κύριος λόγος που αποφάσισες να παίξεις τα περισσότερα κομμάτια του ζωντανά με ορχήστρα; Ή ήθελες επίσης να αποτίσεις φόρο τιμής σε ένα τόσο σημαντικό τραγικό γεγονός για τη Λισαβόνα, μαζί με μια τοπική ορχήστρα εκεί;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα σκεφτεί τη δεύτερη οπτική. Προφανώς, η πρώτη σου σκέψη είναι σωστή. Το 1755 είναι ένα πολύ συναρπαστικό άλμπουμ για εμάς. Το δημιουργήσαμε συμφωνικά, με εικονικές ορχήστρες και ενορχηστρωτή, και χρησιμοποιήσαμε μερικά πραγματικά όργανα απλώς για να διπλασιάσουν τον ήχο, ώστε να ακούγεται σαν ορχήστρα, ένα παλιό κόλπο. Το γεγονός ότι θελήσαμε να δουλέψουμε με μια πραγματική ορχήστρα δεν είχε να κάνει με κάποιο συγκεκριμένο άλμπουμ· ήταν περισσότερο ένα “μπόνους” για εμάς, πέρα από το 1755. Το 1755 ήταν το άλμπουμ των Moonspell που μας άνοιξε αυτή τη δυνατότητα. Και φυσικά, όπως είπες σωστά, υπάρχει και ο “παράγοντας Λισαβόνα” εδώ. Ήθελα να παίξουμε αυτό το άλμπουμ με ορχήστρα στην κεντρική πλατεία της Λισαβόνας, ή κάπου κοντά στο σημείο του σεισμού. Όμως δεν νομίζω ότι ο δήμος θα μας το επιτρέψει ποτέ, γιατί συνήθως παίζουν εκεί οι ίδιοι καλλιτέχνες, και δεν υπάρχει πολύς χώρος για rock ή metal συναυλίες σε αυτούς τους “θεσμικούς” χώρους. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε το δεύτερο καλύτερο πράγμα να παίξουμε στη Λισαβόνα. Οπότε, ναι, κατά κάποιο τρόπο ήταν κι ένας φόρος τιμής, αλλά ο κύριος λόγος ήταν καθαρά μουσικός.
-Eίχατε κι άλλα τραγούδια από τη δισκογραφία σας που σκοπεύατε να παίξετε ζωντανά, αλλά τελικά δεν μπήκαν στη συναυλία; Δοκιμάσατε κάποια που εν τέλει δεν ταίριαζαν;
Ήταν περισσότερο μια διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον ενορχηστρωτή, τους Moonspell και τον μαέστρο Vasco. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που πρέπει να σκεφτείς. Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχει μεγάλος “χώρος δοκιμής” με μια ορχήστρα είναι ένα άλμα στο σκοτάδι, γιατί δεν είναι ούτε πρακτικό ούτε φθηνό να κάνεις πολλές πρόβες με τόσους μουσικούς. Έτσι, το ρεπερτόριο είχε αποφασιστεί εκ των προτέρων, πριν καν παίξει η ορχήστρα, επειδή έπρεπε να γραφτούν οι ενορχηστρώσεις για συγκεκριμένα κομμάτια. Ο ενορχηστρωτής, ο Felipe Melo, έπρεπε να γράψει τις παρτιτούρες, και ο μαέστρος να έχει το υλικό για πρόβα και ανάγνωση. Αυτό που θέλαμε, πέρα από τα κομμάτια του 1755 που ήταν σχεδόν αναπόφευκτα, ήταν να μη μείνουμε μόνο στα “evergreens”. Φυσικά, υπάρχουν εκεί τραγούδια όπως Vampiria, Alma Mater, Full Moon Madness όχι μόνο επειδή είναι κλασικά τραγούδια των Moonspell, αλλά γιατί μπορούσαν να “αντέξουν” τη συμφωνική μεταχείριση. Νομίζω μάλιστα πως η Vampiria ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία, σχεδόν σαν να άκουγες μουσική επένδυση από ταινία. Από την άλλη, δεν θα κάναμε ποτέ το Opium... είναι πολύ σύντομο κομμάτι και θα ήταν σπατάλη χρόνου να γραφτεί ενορχήστρωση για κάτι τόσο μικρό. Φυσικά, εγώ και οι οπαδοί μπορούμε να σκεφτόμαστε “αυτό ή εκείνο το τραγούδι θα ταίριαζε με ορχήστρα”. Υπάρχουν τραγούδια από το Hermitage που δεν προλάβαμε να ενορχηστρώσουμε, ή από το Night Eternal, όπως το Tragic Heights ή το ομώνυμο. Αλλά έπρεπε να είμαστε ρεαλιστές. Έτσι αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε μια θεατρική κατεύθυνση, να συνδυάσουμε το 1755 με μερικά από τα πιο κλασικά μας τραγούδια, αλλά και να δημιουργήσουμε μια αφήγηση, σαν κλασική συναυλία ή όπερα, με ροή και συναισθηματική ένταση. Γι’ αυτό υπάρχουν τραγούδια όπως το Finnisterra ή το Everything Invaded, που ίσως δεν θα τα επέλεγε πρώτα κάποιος ακροατής μας, αλλά νομίζω ότι λειτούργησαν εξαιρετικά. Για μένα, πάντως, το αγαπημένο μου σημείο της συναυλίας είναι ένα κομμάτι χωρίς φωνητικά το Proliferation. Νομίζω ότι αυτό εκφράζει στο έπακρο τη σύμπραξη ορχήστρας και metal μπάντας. Δεν είναι “καθαρό”, δεν είναι “ασφαλές” — είναι επικίνδυνο, με μια αίσθηση ιλίγγου. Είναι απίθανο κομμάτι, το αγαπώ. Το αρχικό Proliferation, από το Memorial, ήταν ένα οργανικό outro, βασισμένο σε δείγμα από την Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι. Μου αρέσει αυτή η κλασική μουσική που σε χτυπάει δυνατά, όπως κάνει το heavy metal. Εκτός από τους Septicflesh, που πραγματικά έχουν τελειοποιήσει τη μίξη death metal και ορχήστρας, δεν έχω ενθουσιαστεί με πολλές τέτοιες συνεργασίες, γιατί μου φαίνονται υπερβολικά “τεχνητές”. Το Opus Diabolicum ήταν το αντίθετο ακούγεται ακατέργαστο, αυθεντικό. Δεν βάλαμε την ορχήστρα για να “μαλακώσει” τους Moonspell· αντίθετα, εμείς “μεταλλοποιήσαμε” την ορχήστρα. Και αυτό ήταν ακριβώς που ψάχναμε.
-Νομίζω πως ταιριάξατε απόλυτα μεταξύ σας. Εσείς μπήκατε τέλεια στα "παπούτσια" της συμφωνικής και κλασικής ατμόσφαιρα, και η ορχήστρα από την άλλη πλευρά, ταίριαξε άψογα στον metal ήχο σας. Αυτό το μείγμα πρόσθεσε ακόμα περισσότερο το μυστήριο και το σκοτάδι των Moonspell. Νομίζω ότι αυτός ήταν ο στόχος σας. Και, κατά τη γνώμη μου, πέτυχε απόλυτα. Είναι πολύ μυστικιστικό, σκοτεινό, δραματικό με έναν τρόπο...
Σίγουρα ο στόχος μας ήταν να πετύχει. Ναι, μπορείς να το πεις όλο αυτό. Συμφωνώ. Είναι δραματικό, με όλες τις κορυφές και τις πτώσεις του.
-Έχετε ήδη παίξει με ορχήστρα, έχετε παίξει μέσα σε σπηλιά… Τι άλλο θέλετε να κάνετε; Πού αλλού θα ήθελες να παίξετε;
Όπως έχω ξαναπεί, δεν είναι ότι δεν έχουμε στόχους, απλώς δεν τα πολυσκεφτόμαστε. Για να είσαι μπάντα σαν τους Moonspell και να προέρχεσαι από την Πορτογαλία, πρέπει να είσαι καλός στο να εκμεταλλεύεσαι τις ευκαιρίες και να διαχειρίζεσαι τις προσδοκίες σου. Αυτά είναι τα δύο βασικά πράγματα που αποτελούν τις αξίες των Moonspell. Μερικές φορές σκέφτομαι πράγματα που θα ήθελα να κάνουμε, αλλά μετά τα ξεχνάω η ζωή συνεχίζεται. Επίσης, είναι και δική μου δουλειά να έχω “τρελές ιδέες”, επειδή είμαι ο τραγουδιστής. Αυτό που με εμπνέει περισσότερο, πέρα από τα ειδικά projects, είναι να ανακαλύπτω νέες έννοιες, όπως το 1755, ή τα θέματα του τελευταίου άλμπουμ, Hermitage. Αυτό με οδηγεί περισσότερο στη μουσική· η περιέργεια και η ικανότητα να τελειώνεις ένα άλμπουμ και να σκέφτεσαι “τέλος, δεν έχω άλλες ιδέες”, και μετά, δύο, τρία, πέντε χρόνια μετά, να επιστρέφουν. Αυτό είναι υπέροχο. Στο μεταξύ μπορείς να κάνεις διάφορα πράγματα, όπως να παίξεις με ορχήστρα. Η ιδέα με τη σπηλιά μου ήρθε κατά την πανδημία, όταν την επισκέφθηκα με το παιδί μου και την ανιψιά μου. Είπα “ουάου, αυτό μοιάζει με το εξώφυλλο του Into the Pandemonium των Celtic Frost — θα ήταν τέλειο να παίξουμε εδώ”. Και καθώς το άλμπουμ Hermitage μιλάει για ερημίτες και σπηλιές, είπαμε “ας παίξουμε σε μια σπηλιά”. Η ρίζα της ιδέας ήταν πάντα μουσική, όπως το 1755 με τη Λισαβόνα, έτσι συνδέω τις τελείες. Κάτι που θα ήθελα πολύ να κάνω, και πιθανότατα θα το κάνω, είναι να παίξουμε σε ένα σημείο της Πορτογαλίας που είναι το δυτικότερο άκρο της Ευρώπης. Εκεί υπάρχει μια σπηλιά, στο άκρο της χώρας, όπου θα ήθελα να δώσουμε μια συναυλία, με drones να πετούν, να καταγράφουν τη θάλασσα, το συγκρότημα, την ακτογραμμή της Πορτογαλίας, που είναι πανέμορφη και τεράστια. Ίσως το κάνουμε. Ίσως παίξουμε και σε μια εκκλησία φυσικά αποϊερωμένη, γιατί αλλιώς δεν επιτρέπεται. Υπάρχουν τόσα όμορφα μέρη, ειδικά σε χώρες σαν τη δική μας. Βλέπω τους Rotting Christ και τους Septicflesh να χρησιμοποιούν ιστορικά μνημεία και χώρους, και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ακόμα κι αν το Opus Diabolicum έγινε σε αρένα, έχει αυτή την ιστορική αίσθηση όχι για τη χώρα, αλλά για τους ίδιους τους Moonspell. Μου αρέσουν τέτοιες ιδέες. Πρόσφατα μάλιστα επιστρέψαμε πάλι σε μια σπηλιά, αυτή τη φορά όχι βαθιά, αλλά στην είσοδό της, στο Prophecy Festival στη Γερμανία. Ήταν υπέροχο, παίξαμε μόνο τα άλμπουμ Wolfheart και Irreligious, για ενενήντα λεπτά, και η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήταν μαγική.
-Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε εσάς, αλλά και τους Dimmu Borgir και Septicflesh, να παίζετε live με ορχήστρα. Πιστεύεις ότι, με τα χρόνια, ο κόσμος και η κοινωνία συνολικά, έχει ανοίξει το μυαλό της ώστε να δει, ουσιαστικά, ότι μια δυνατή metal μπάντα μπορεί να συνδυαστεί με έναν πιο "ντελικάτο" ήχο; Εννοώ, κάτι τέτοιο τη δεκαετία του ’90 θα φάνταζε εξωπραγματικό...
Ναι, υπήρχαν μερικοί που το είχαν κάνει, όπως οι Deep Purple, που το έκαναν παλιά. Και για να είμαι ειλικρινής στην έρευνά μου, ακούω πολύ ορχηστρική μουσική αλλά και metal που συνδυάζεται με ορχήστρα, και καταλαβαίνω από πού προέρχεται η ερώτησή σου. Για παράδειγμα, ένας από τους πιο γνωστούς μαέστρους στην Πορτογαλία είχε πει κάποτε ότι το να συνδυάσεις heavy metal με κλασική μουσική είναι σαν να βάζεις αρνί με σαντιγί, χαχα... και θεωρώ ότι αυτό ήταν εντελώς αβάσιμο. Ήταν πολύ βαρετός τύπος, και προκατειλημμένος, γι’ αυτό και κανείς δεν τον θυμάται, εκτός από κάποιους κύκλους κλασικής μουσικής στην Πορτογαλία. Η δική μου εμπειρία είναι εντελώς διαφορετική. Για μένα υπάρχει μια ξεκάθαρη σύνδεση ανάμεσα στο metal και την κλασική μουσική. Και ανεξάρτητα από το τι πιστεύει η κοινωνία, αυτή η σύνδεση υπάρχει. Ακόμη και τότε, κάποια έργα της κλασικής μουσικής θεωρούνταν «έργα του διαβόλου», όπως αυτά του Ταρτίνι ή του Παγκανίνι. Το ίδιο συνέβη αργότερα στα blues με τον Robert Johnson, και μετά στο heavy metal με τους Possessed και τους Venom. Είναι σαν ένας κύκλος που επαναλαμβάνεται. Πρόσφατα, πήγα σε ένα φεστιβάλ βιβλίου — γιατί γράφω και βιβλία και στο πάνελ μαζί μου ήταν ένας νεαρός μαέστρος. Ήταν ενθουσιασμένος που βρισκόταν δίπλα σε έναν μουσικό του heavy metal, και μου είπε πως για εκείνον, και συμφωνώ, ένα από τα πρώτα κομμάτια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «heavy metal» ήταν το “Baba Yaga” του Ρώσου συνθέτη Mussorgsky. Αν το ακούσεις, η Baba Yaga —ένα τέρας της ρωσικής παράδοσης— είναι καθαρά heavy metal! Αν ακούσεις Wagner, το Dies Irae του Verdi, ή έργα του Stravinsky και του Prokofiev, θα καταλάβεις ότι αυτοί ήταν οι “heavy metal” της εποχής τους. Ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα, οι Bathory, ο Quorthon ανέφερε συχνά τον Wagner ως επιρροή. Έχει μάλιστα διασκευάσει και τον Gustav Holst στο Twilight of the Gods. Οπότε για μένα η σύνδεση είναι ξεκάθαρη, ανεξάρτητα από το τι λένε οι άλλοι. Πιστεύω πως σήμερα, αν το κάνεις σωστά — γιατί κάποιες μπάντες απλώς το χρησιμοποιούν για το «θέαμα» μπορεί να είναι πραγματικά σπουδαίο. Οι μπάντες που ανέφερες, όπως και οι Satyricon, έκαναν όντως αυτή τη μίξη με την κλασική μουσική, γιατί, όπως κι εγώ, είχαν στη συλλογή τους όχι μόνο δίσκους black και thrash, αλλά και των συνθετών που ανέφερα πριν. Δεν είμαι ειδικός στην κλασική μουσική, αλλά μου αρέσει πολύ. Την έχω δει πολλές φορές ζωντανά, όχι μόνο συναυλίες, αλλά και καντάτες και όπερες και πίστεψέ με, πάντα μου θύμιζε το heavy metal: το θέατρο, η δύναμη, η δραματικότητα που επικρατεί, όλα αυτά. Όσοι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει σχέση, κάνουν μεγάλο λάθος.
-Πιστεύεις επίσης ότι αυτός ο συνδυασμός μπορεί να φέρει περισσότερο κόσμο, άτομα που δεν έχουν σχέση με το heavy metal, πιο κοντά σε αυτόν τον ήχο;
Θα δούμε, ελπίζω πως ναι. Πάντα υπάρχει ένα μίγμα κοινού σε τέτοιες συναυλίες. Όσο οι άνθρωποι είναι περίεργοι και δεν έχουν προκαταλήψεις απέναντι σε μουσικά είδη, υπάρχει ελπίδα. Φυσικά, κάποιοι λένε «δεν μου αρέσει το hip-hop» ή «δεν μου αρέσει το rap», και δεν θα πάνε να τα δουν, ακόμη κι αν συνοδεύονται από ορχήστρα. Αλλά νομίζω ότι ναι, μπορεί να φέρει κόσμο, αν γίνει σωστά. Ξέρω μαέστρους στην Πορτογαλία που είναι και metalheads. Και επίσης, οι μουσικοί της ορχήστρας μεταφέρουν αυτή την εμπειρία, γιατί είναι κάτι πρωτόγνωρο και διασκεδαστικό για εκείνους να συνεργάζονται με μια metal μπάντα, είναι τρελό, είναι έντονο, είναι γεμάτο συναισθήματα, και δύσκολο τεχνικά. Για παράδειγμα, η μουσική των Septicflesh είναι πολύπλοκη· η δική μας είναι πιο απλή, αλλά ούτε εγώ ούτε κανείς μας είμαστε μαέστροι, γι’ αυτό είχαμε τον ενορχηστρωτή μας. Πιστεύω λοιπόν ότι είναι πολύ πιθανό αυτή η μίξη να φέρει κόσμο στο heavy metal. Μας δίνει και κύρος, όταν συνεργαζόμαστε με κλασικούς μουσικούς, αρκεί να βάζουμε και τη δική μας ταυτότητα σε αυτό. Αυτό είναι το πιο σημαντικό.
-Τέλεια. Και η τελευταία μου ερώτηση έχει να κάνει με το σύνολο του πειράματος που κάνετε όλα αυτά τα χρόνια. Είστε μια μπάντα που δεν φοβάται το ρίσκο. Πιστεύεις ότι όλη αυτή η διαδικασία, το να είστε «προοδευτικοί» ως συγκρότημα, να παίζετε πότε πιο ακραίο metal, πότε πιο ατμοσφαιρικό, πιο progressive ή οτιδήποτε άλλο, κάνει τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα αλλά και πιο απαιτητικά ταυτόχρονα;
Νομίζω ότι σίγουρα σκεφτόμαστε το μέλλον μας και φυσικά τους οπαδούς μας, αλλά το βασικό είναι ότι δεν πρόκειται τόσο για το να μην φοβόμαστε απλώς δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Είμαστε μουσικοί, αλλά πάνω απ’ όλα είμαστε ερωτευμένοι με τη μουσική. Ακούμε ένα συγκρότημα και θέλουμε να πάρουμε ένα κομμάτι από αυτό και να το ενσωματώσουμε στη δική μας μουσική. Ήμουν φανατικός του black metal, των Celtic Frost, των Bathory κ.λπ., και μετά άκουσα Type O Negative και είπα: «Τι είναι αυτό; Θέλω να το βάλω και αυτό στη μουσική μου». Και έτσι συνέβη μέσα στα χρόνια. Για να είμαι ειλικρινής, είμαι πλέον πολύ μεγάλος για να με νοιάζει, δεν με απασχολούν όλοι αυτοί οι καινούργιοι όροι για “gatekeepers” και τα σχετικά. Ο καθένας ας κάνει ό,τι θέλει. Οι Moonspell πάντα προσαρμόζονταν στο πνεύμα της εποχής. Όταν κάναμε το Butterfly Effect, φτιάξαμε έναν ηλεκτρονικό δίσκο, γιατί ήταν το 1999, υπήρχε η ψηφιακή επανάσταση και ο «αποκαλυπτικός» ενθουσιασμός της νέας χιλιετίας. Τώρα, ο καινούργιος μας δίσκος θα είναι πολύ ρομαντικός, πολύ φανταστικός, πολύ γοτθικός. Είναι καθαρά θέμα διάθεσης, όχι κάποια δήλωση. Έτσι είμαστε σαν μπάντα. Κάποιοι το αγαπούν, κάποιοι όχι... να πω την αλήθεια, δε με νοιάζει πια. Είναι μια άσκοπη συζήτηση. Δεν είναι κάτι που κάνουμε «κατά καιρούς», είναι το DNA μας ως συγκρότημα, πάντα ήταν. Απλώς κάποιοι έμειναν μαγεμένοι από τους δύο πρώτους μας δίσκους και σταμάτησαν εκεί. Κατά τη γνώμη μου, αυτοί που το έκαναν, έχασαν και το μεσαίο και το νέο κεφάλαιο των Moonspell, που είναι εξίσου σημαντικά.
Γιάννης Χαρτζανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου