Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

WHITE STONES-MEMORIA VIVA (Album Review)

Σε παλιότερη συνέντευξη με τον Martin Mendez σχετικά με τους White Stones, αν συνεχίζουν την ακραία λογική που άφησαν πίσω τους οι Opeth, μου αρνήθηκε λέγοντας πως η κληρονομιά της βασικής του μπάντας είναι πάντα εκεί. Εγώ από την άλλη ακόμα πιστεύω πως θέλει με το προσωπικό του έργο να βάλει αυτά τα στοιχεία στα δικά του κατατόπια. Αφήνοντας στην άκρη όμως αυτές τις θεωρίες, πρέπει να εστιάσουμε στο "Memoria Viva". Αυτό είναι το τρίτο πόνημα του project που έχει ο πολυπράγμων μπασίστας, και μέλος των σπουδαίων Σουηδών, δημιουργώντας κάτι τώρα πιο κοντά στη λαογραφία, την κουλτούρα και τη μητρική γλώσσα του.

Η μπάντα που ηγείται ο Ουρουγουάνος μουσικός, μαζί με την παρέα του από τη Βαρκελώνη, τονίζει στην τρίτη της κυκλοφορία το λατινικό στοιχείο, τόσο στα μουσικά περάσματα του δίσκου και το μπρίο τους, όσο και στους στίχους. Η οργή, το σκοτάδι και η θλίψη, αναμιγνύονται υπέροχα με αυτό το γνώριμο σε εμάς, μεσογειακό ταπεραμέντο. Έτσι, με ατμοσφαιρικά, οριακά ambient ανοίγματα, το ομώνυμο εναρκτήριο μας υποδέχεται, και ψίθυροι, καμπάνες, θροΐσματα και περίεργοι θόρυβοι, ενώνονται με βαριά riffs και ζωηρές τρίλιες, σε ένα noir σκηνικό, που δίνει πάσα στο "Humanoides"  όπου το μπάσο του Mendez πατάει σε γνώριμα Opeth-ικά μονοπάτια, έχοντας όμως τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όσο οι lead κιθάρες απλώνονται και στολίζουν όλο το κομμάτια και τη βαριά, βασανισμένη διάθεσή του, ενώ το ήδη γνωστό "D-Generacion" αρχίζει και βάζει τη death metal αισθητική να λικνίζεται με τις γκρούβες και τις 70s prog rock επιρροές του. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν περνάνε αδιάφορα καθ'όλη την πορεία της παρούσας δουλειάς  αφού και στο "Grito Al Silencio" υπάρχουν ανάλογες στιγμές, αν και πιο δυναμικές, αλλά και στο "La Ira", μια σύνθεση αρκετά ογκώδης, που πέρα από τη 'flaminco meets Rush meets tech death metal' ιδιοσυγκρασία,  περικλείεται από δύο ορχηστρικές γέφυρες, το απαλό, ατμοσφαιρικό, ακουστικό "Zamba de Orun", και το σόλο μπάσο του "Somos". Από την άλλη, λίγο πριν το κλείσιμο, το "Vencedores Vencidos", πατάει καλύτερα σε πιο κλασικές extreme συνταγές και ταχύτητες, δίχως να λείπει αυτή η κλασική ιδιότροπη δομή που έχουν χτίσει και στις 3 κυκλοφορίες τους οι White Stones, αν κι αυτό που θα συνεπάρει τον ακροατή δεν είναι ούτε οι κιθάρες ούτε το rhtyhm section, όσο αυτή η δραματικότητα που χτίζεται στο περιβάλλον, και φυσικά στην ταλανισμένη αισθητική του, που "λούζεται" από όσα αναφέρθηκαν. Τέλος, το "Yemaya", αποτελεί άλλη μια ήρεμη στιγμή του δίσκου, αν κι αυτή θα είναι η τελευταία, συνεχίζοντας στο μελαγχολικό μοτίβο που λίγο-πολύ βασίζεται, με μια soundtrack-ική πινελιά, και τα κύματα να σκάνε μέχρι να κοπάσει ο άνεμος και να μπει τελεία. 

Σαν φυσική συνέχεια των δύο προηγούμενων κυκλοφοριών τους, το "Memoria Viva" αποενοχοποιείται όλο και περισσότερο τη σύγκριση με τους Opeth δίχως να λείπουν όμως οι κοινές πτυχές, κάτι που φαίνεται κι αναπόφευκτο. Βέβαια όσο περίπλοκες και τεχνικές να είναι οι μουσικές των White Stones, σίγουρα φαίνονται πιο πιασάρικες δίχως να μας γ*μανε τόσο το μυαλό όσο οι Σουηδοί, ενώ κάπως αρχίζει σιγά σιγά να δημιουργείται μια ταυτότητα. Ο Martin Mendez έχει μάθει να αγαπά πληθώρα μουσικών, και η ιδέα γίνεται ουσία, διόλου φτωχή, αλλά ιδιαίτερα μεστή κι ώριμη γεμάτη μυστήριο. Πιο δυνατό από το ντεμπούτο αλλά λιγότερο μαύρο από το προηγούμενο άλμπουμ, αυτό εδώ έχει μια ιδιαίτερη ευελιξία, αλλά κυρίως ατμόσφαιρα.

(8,5/10)

Γιάννης Χαρτζανιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου